Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 346.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
346

ψυχικῆς ἀναθαρρήσεως συγχρόνως, ἐν τῇ ἀντιθέσει τῆς μαύρης θυέλλης πρὸς τὴν λευκὴν εἰκόνα τῆς προςευχῆς, ὡςανεὶ ζητούσης νὰ ἐξευμενίσῃ καὶ πραΰνῃ τὴν ἐξαγριωθεῖσαν καὶ ὠρυομένην φύσιν;

Ἀλλ’ ὡς σοὶ εἶπον, αἱ εἰκόνες, αἱ μεταφοραὶ καὶ αἱ παρομοιώσεις διαδέχονται καὶ παράγουσιν ἀλλήλας, ὡς ἐκπλήξεις, γραφικαὶ ὑπὸ φασματοσκόπιον, ἡ μία καλλιτεχνικωτέρα τῆς ἄλλης, πρὶν ἢ προφθάσῃς νὰ περικλείσῃς ὅλα τὰ χρώματα καὶ τὴν ἔκτασιν αὐτῶν ἐν τῇ πεπληρωμένη ἤδη ἐξ αὐτῶν φαντασίᾳ σου. Ἡ σκηνὴ κατ’ ἐξοχὴν ἐκείνη, καθ’ ἥν ὁ Ἡγούμενος, ἐξομολογῶν τὸν φονέα, ἀκούει παρ’ αὐτοῦ τὸ ἀπαίσιον καὶ φονικὸν ἄκουσμα, ὅτι δηλαδὴ ὁ ζητῶν εὐσπλαγχνίαν καὶ ἔλεος εἶνε ὁ δολοφόνος τοῦ ἰδίου του ἀδελφοῦ, καὶ ἀπὸ τῆς ὁποίας ἄρχεται κορυφούμενον τὸ δραματικὸν ἐνδιαφέρον καὶ ἡ κεντρικὴ ἰδέα τοῦ ὅλου ποιήματος, ἐκτυλίσσεται δι’ εἰκόνων καὶ μετὰ ψυχολογικῆς δυνάμεως τοιαύτης, ὥςτε οἱ στίχοι του νομίζεις ὅτι λαμβάνουσιν αἴσθησιν πρὸς στιγμὴν καὶ ἐμψυχοῦνται καὶ ἀντηχοῦν καὶ συγκλονίζουν τὰ βάθη τῆς ψυχῆς. Ἀληθῆ δὲ ἀνατριχίασιν ἐξεγείρουσιν αἱ ἑξῆς στροφαί, καθ’ ἃς ἓν δάκρυ τοῦ Ἁγίου αὐτομάτως ἀναβλύσαν ἀπὸ τοὺς μυχοὺς τῆς ἐξίσου θανατωθείσης ἐπὶ τῷ ἀκούσματι ἀδελφικῆς του καρδίας, διολισθαίνει ἐπὶ τῆς χειρὸς τοῦ φονέως καί συμμίγνυται καὶ ἀδελφοῦται οἱονεὶ πρὸς τὰ ἐπ’ αὐτῆς νωπὰ ἴχνη τοῦ χυθέντος αἵματος. Ἄκουσέ τους καὶ εἰπέ μοι ἂν δὲν αἰσθανθῇς διὰ τῶν παλμῶν τῆς ἰδίας σου καρδίας ὅλον τὸν σπαραγμὸν καὶ τὴν ἀγωνίαν τῆς ἰδικῆς του:

Τ’ ἄτιμο χνῶτο τοῦ φονηᾶ ποῦ χύθηκε ’ς τ’ αὐτί του
σταλάζει ’ς τὴν ψυχή του
καὶ βόσκει μέσ’ ’ς τὰ σπλάχνα του, μέσ’ ’ς τὴς καρδιᾶς τὰ φύλλα
θανάτου ἀνατριχίλα....

....................................................................................................................................................................................................................................................

....................................................................................................................................................................................................................................................


Κρυφὰ ἕνα δάκρυ κύλισε ἀπὸ τὸ βλέφαρό του
’ς τ’ ἀχνὸ τὸ πρόσωπό του.
κι’ ἀγάλι-ἀγάλι ’ς τοῦ φονηᾶ τὸ χέρι τὸ βαμμένο
σταλάζει φλογισμένο.
Αἷμα καὶ δάκρυ σμίγουνε.... τ’ ἀδέλφια τὰ καϋμένα
θερμαίνοντ’ ἑνωμένα....
Τὸ χέρι ποῦ τὰ χώρισε, γιὰ λίγο τὰ ταιριάζει....

Ἀλλὰ τὰ ἐνδόμυχον μαρτύριον καὶ τὴν ἠθικὴν παραζάλην καὶ τῆς συνειδήσεως τὴν τρικυμίαν καὶ τὰ συγκρουόμενα αἰσθήματα, τῆς ἀδελφικῆς καρδίας ἀφ’ ἑνὸς ζητούσης ἐκδίκησιν, καὶ