Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 341.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
341

Ζακυνθίου ἀοιδοῦ, γνωστοῦ καὶ ἐξ ἄλλων τρυφερῶν καὶ χαριεστάτων ἔργων. Ἴσως εἰς τὰς στήλας τῶν ἡμερησίων φύλλων, εἰς τὰς ὁποίας ἀνακαλύπτεις καθ’ ἑκάστην παρὰ τὸ χαβιάριον Γέλβας πρώτης ποιότητος καὶ τόσους ἀπροςδοκήτους ποιητικοὺς ἀστέρας, ἐπίσης πρώτης ποιότητος καὶ τούτους, ἴσως, λέγω, δὲν συνήντησες οὔτε τὸν τίτλον τοῦ ποιήματος οὔτε τοῦ ποιητοῦ τὸ ὄνομα ἀκτινοβολοῦντα ἐντὸς ἐπιφωνημάτων θαυμαστικῶν καὶ ἠλεκτρικῶν φώτων. Μή σε ἐκπλήττῃ τοῦτο. Ὁ κ. Μαρτζώκης δὲν ἔσχε, φαίνεται, τὴν πρόνοιαν νὰ ἀνήκῃ καὶ αὐτὸς εἰς τὴν κρατοῦσαν πολιτικὴν τῆς φιλολογίας. Διότι πρέπει νὰ ἠξεύρῃς ὅτι ἐδῶ ἡμεῖς οἱ ἐν ἀδελφικῇ συμπνοίᾳ ἀλληλοτρωγόμενοι κλασικοὶ ἀπόγονοι τοῦ Περικλέους, δὲν ἔχομεν μόνον συμμορίαις κομματαρχῶν, συμμορίας οἰκοπεδοφάγων καὶ κολλυβιστῶν συμμορίας· ἔχομεν καὶ συμμορίας φιλολογικάς! Δὲν ἠξεύρω κατὰ πόσον ἀποβαίνει αὐταῖς ἐπικερδὲς τοιοῦτον ἐμπόρευμα, δάφνη τοὐτέστιν ἄφυλλος καὶ δόξα διᾴττουσα, ἠξεύρω μόνον ὅτι ὁ κ. Μαρτζώκης γράφει ὑπὲρ τῆς τέχνης καὶ διὰ τὴν τέχνην μόνον. Εἶνε ποιητής, ὄχι διότι δὲν ἔχει ἄλλο τι προχειρότερον ν’ ἀσχοληθῇ, ἀλλὰ διότι αἰσθάνεται τὴν ψυχικὴν ἀνάγκην νὰ ἦνε. Θὰ κρίνης καὶ σύ περὶ τούτου μετ’ ὀλίγον.

Προλαμβάνω ὅμως νὰ εἴπω, ὅτι δὲν σκοπῶ νὰ γράψω τεχνοκρισίαν. Ἁπλῶς θὰ σοὶ ὑποτυπώσω τὰς ἐντυπώσεις μου, ἃς κατέλιπεν ἐπὶ τῆς ψυχῆς μου ἡ ἀνάγνωσις τοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖον ὑπῆρξε δι’ ἐμὲ μία τῶν σπανίων καὶ ἐκλεκτῶν πνευματικῶν ἀπολαύσεων.

Ὁ Ζακύνθιος ποιητής, εὐτυχὴς πάντοτε περὶ τὰς πρώτας αὑτοῦ συλλήψεις, ἃς γνωρίζει νὰ ἐμπνέηται ἐκ τῶν ἁγνοτέρων πηγῶν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ὡραίου, ὑπῆρξεν ὑπέρ ποτε εὐτυχὴς καὶ εἰς τὴν εὕρεσιν τῆς βάσεως, ἐφ’ ἧς ἵδρυσε τὸ ἐν λόγῳ καλλιτέχνημά του. Ὁ Γούμενος τῆς Ἀναφωνήτρας στηρίζεται εἰς τὸ ἑξῆς ἱστορικὸν καὶ πραγματικὸν γεγονός:

Ὅταν ὁ σεπτὸς πολιοῦχος τῆς Ζακύνθου Διονύσιος ὁ Σιγοῦρος, παραιτηθεὶς τοῦ ἀρχιερατικοῦ Θρόνου τῆς Αἰγίνης, ἠσκήτευεν ἐν τῇ ἐν Ζακύνθῳ Μονῇ τῆς Ἀναφωνητρίας, ἄγνωστός τις καὶ δι’ ἄγνωστον αἰτίαν ἐφόνευσε τὸν μόνον τοῦ Ἁγίου ἀδελφόν. Ὁ φονεὺς φεύγων τὴν καταδίωξιν τῆς Ἀρχῆς, προςτρέχει ὡς εἰς ἄσυλον ἀσφαλὲς εἰς τὴν μονήν, προςπίπτει εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἠγουμένου, καὶ ἀγνοῶν ὅτι εὑρίσκεται πρὸ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ ἰδίου του θύματος ἐκμυστηρεύεται εἰς αὐτὸν τὸ ἔγκλημά του,