Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 334.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
334

σκληρούς τινας ὑπαινιγμοὺς καὶ φρικαλέας ἀθυροστομίας περὶ τῆς ἀπαραμίλλου κόμης τῆς θείας του, τῆς ὁποίας, παρειςδύσας φαίνεται τὸ πρωῒ εἰς τὸ καλλυντήριόν της, ἀνεκάλυψε τὸ καλλιτεχνικόν μυστήριον.

— Μπρέ, παληόπαιδο! τί ἀνακατεύεσαι ἐσὺ μὲ τὰ μαλλιὰ τῆς θείας σου, αἴ;

— Μά, παπποῦ, ἐγὼ τὴν εἶδα πῶς τὰ βάζει…

— Τί εἶδες, ψεύτη; αἴ! ποιὸς σοῦ εἶπε νὰ ἰδῇς, αἴ; διέκοψεν ἡ Χρυσάνθη φρυάττουσα.

— Στάσου νὰ σοῦ δείξω ἐγώ! ἠπείλησε βλοσυρῶς ὁ πάππος, ὅςτις μ’ ὅλην τὴν κλασικὴν δυσκαμψίαν τοῦ σώματος κατέφυγεν εἰς τὴν διὰ τοῦ ξύλου συνοπτικὴν διαδικασίαν, τὸ ὁποῖον κατέφερεν ἐπανειλημμένως ἐπὶ τῶν ἁβρῶν νώτων τοῦ μικροῦ ἀθυροστόμου, ἑνῶ ἡ Χρυσάνθη ἐν τῷ μεταξὺ εἰςελθοῦσα εἰς τὸ ἄλλο δωμάτιον, προέκυψε τὴν κεφαλὴν διαθρυπτομένη ἐκ τοῦ εὐφροσύνου ἐκείνου θεάματος, τὸ ὁποῖον ἐνδομύχως θὰ ηὔχετο βέβαια νὰ διαρκέσῃ ἀτελεύτητον, ἢ ἐφ’ ὅσον τοὐλάχιστον ἤθελε διαρκεῖ ὁ πρὸς τοὺς ξανθοὺς πλοκάμους της θαυμασμὸς τοῦ κ. Παραβλοπούλου.

Καὶ ὁ μὲν πάππος μετὰ τὴν κοπιώδη ἐργασίαν ἐκείνην ἀπῆλθεν εἰς τὴν λέσχην, ὅπου συνήθως ἀνέπαυε τὰ σφαιρικὰ μέλη του ἐπὶ τῶν παχέων ἀνακλίντρων.

Ὁ δὲ μικρὸς ταραξίας τρέμων ἐκ τοῦ φόβου καὶ τοῦ ξυλοφορτώματος, μόλις συνεκράτει τὰ δάκρυα καὶ τὰ ὀπίσθια, πληρῶν τὸν θάλαμον γόων καὶ θυμηδίας, διὰ τήν δεσποινίδα Χρυσάνθην τοὐλάχιστον, ἡ ὁποία χαιρεκάκως γελῶσα:

— Αἴ! Τάκη! σοῦ ἄρεσαν; Ἦταν καλαῖς; Νὰ σὲ ἰδῶ τώρα θὰ τὸ ξανακάμῃς!

— Ἔννοια σου θεῖτσα· κ’ ἐγὼ ξέρω τί θὰ σοῦ κάμω. Ἔννοια σου! ἐγρύλλισε μορφάζων ὁ μικρὸς πολλὰ μορμηρίζων κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν.