σκληρούς τινας ὑπαινιγμοὺς καὶ φρικαλέας ἀθυροστομίας περὶ τῆς ἀπαραμίλλου κόμης τῆς θείας του, τῆς ὁποίας, παρειςδύσας φαίνεται τὸ πρωῒ εἰς τὸ καλλυντήριόν της, ἀνεκάλυψε τὸ καλλιτεχνικόν μυστήριον.
— Μπρέ, παληόπαιδο! τί ἀνακατεύεσαι ἐσὺ μὲ τὰ μαλλιὰ τῆς θείας σου, αἴ;
— Μά, παπποῦ, ἐγὼ τὴν εἶδα πῶς τὰ βάζει…
— Τί εἶδες, ψεύτη; αἴ! ποιὸς σοῦ εἶπε νὰ ἰδῇς, αἴ; διέκοψεν ἡ Χρυσάνθη φρυάττουσα.
— Στάσου νὰ σοῦ δείξω ἐγώ! ἠπείλησε βλοσυρῶς ὁ πάππος, ὅςτις μ’ ὅλην τὴν κλασικὴν δυσκαμψίαν τοῦ σώματος κατέφυγεν εἰς τὴν διὰ τοῦ ξύλου συνοπτικὴν διαδικασίαν, τὸ ὁποῖον κατέφερεν ἐπανειλημμένως ἐπὶ τῶν ἁβρῶν νώτων τοῦ μικροῦ ἀθυροστόμου, ἑνῶ ἡ Χρυσάνθη ἐν τῷ μεταξὺ εἰςελθοῦσα εἰς τὸ ἄλλο δωμάτιον, προέκυψε τὴν κεφαλὴν διαθρυπτομένη ἐκ τοῦ εὐφροσύνου ἐκείνου θεάματος, τὸ ὁποῖον ἐνδομύχως θὰ ηὔχετο βέβαια νὰ διαρκέσῃ ἀτελεύτητον, ἢ ἐφ’ ὅσον τοὐλάχιστον ἤθελε διαρκεῖ ὁ πρὸς τοὺς ξανθοὺς πλοκάμους της θαυμασμὸς τοῦ κ. Παραβλοπούλου.
Καὶ ὁ μὲν πάππος μετὰ τὴν κοπιώδη ἐργασίαν ἐκείνην ἀπῆλθεν εἰς τὴν λέσχην, ὅπου συνήθως ἀνέπαυε τὰ σφαιρικὰ μέλη του ἐπὶ τῶν παχέων ἀνακλίντρων.
Ὁ δὲ μικρὸς ταραξίας τρέμων ἐκ τοῦ φόβου καὶ τοῦ ξυλοφορτώματος, μόλις συνεκράτει τὰ δάκρυα καὶ τὰ ὀπίσθια, πληρῶν τὸν θάλαμον γόων καὶ θυμηδίας, διὰ τήν δεσποινίδα Χρυσάνθην τοὐλάχιστον, ἡ ὁποία χαιρεκάκως γελῶσα:
— Αἴ! Τάκη! σοῦ ἄρεσαν; Ἦταν καλαῖς; Νὰ σὲ ἰδῶ τώρα θὰ τὸ ξανακάμῃς!
— Ἔννοια σου θεῖτσα· κ’ ἐγὼ ξέρω τί θὰ σοῦ κάμω. Ἔννοια σου! ἐγρύλλισε μορφάζων ὁ μικρὸς πολλὰ μορμηρίζων κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν.