Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 296.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
296

Ἀλλὰ καὶ πάλιν τίποτε, τίποτε, τίποτε. Οὔτε τὸ χρῶμά της, οὔτε τὸ σχῆμα ἠλλοιώθη κατὰ κεραίαν.

Ὁ Ἔρως ἀπηλπίσθη. Ἐβυθίσθη εἰς παρατεταμένους συλλογισμούς, προςπαθῶν νὰ μαντεύσῃ τί εἴδους τάχα καρδιὰ νὰ ἦτον ἑκείνη!

— Νὰ εἶνε ἆρά γε θηρίου ἢ ἑβραίου; ἐσκέπτετο. Μὰ πάλιν εἴτε εἰς τοκογλύφον ἀνῆκεν εἴτε εἰς ἕλληνα χωροφύλακα, πάλιν θὰ ἐμαλάκωνε λιγάκι ’ς τὰ χέρια μου.

Ἐπὶ τέλους, βαρυθυμῶν, ἀποκεκμηκὼς, ἀπογοητευμένος τὴν ἔλαβεν ἐκ τοῦ ἐδάφους καὶ μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῶν χειρῶν του τὴν ἔρριψε μακράν, ἐκεῖ που εἰς σωρὸν σκουπιδίων καὶ ἀκαθαρσιῶν.

Ἅει ’ς τὸ διάβολο καὶ ἀκόμα πάρα ’κεῖ! ἐγόγγυσε. Καὶ τανύσας τὰς πτέρυγάς του κατέφθασεν εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς μητρός του, τῆς Ἀφροδίτης, ἐκεῖ που παρὰ τὸ Ἀεριόφως, προςκλαίων καὶ ἀπολοφυρόμενος διὰ τὸ πρωτάκουστον ῥεζιλίκι, τὸ ὁποῖον ἔπαθε, μὴ δυνηθεὶς νὰ μαλάξῃ, ἀκοῦς ἐκεῖ! ὀλίγην κρεατίνην μάζαν, μίαν ἀνθρωπίνην καρδίαν!!

Ἑως ἐδῶ ἔπρεπεν ἴσως νὰ λήξῃ ἡ μικρὰ αὐτὴ ἱστορία, διὰ νὰ ἡσυχάσωμεν καὶ ἐγὼ καὶ ἡ