Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 284.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
284


Τὴ δόξα ποὔθελα, ὁποῦ διψοῦσε
Κρυφὰ τὸ στῆθος μου τόσον καιρό,
Ἐκεῖνος μόνος του τὴν ἐκρατοῦσε,
Τὴν εἶχε δόξα του καὶ θησαυρό.

Ἆ! ὅταν ’διάβηκε ’ς τὴ φαντασιά μου,
Ὁπῶς ἡ δάφνη μου θὰ μαραθῇ
Πῶς θὰ ξεχάσουνε πιὰ τ’ ὄνομά μου,
Καὶ θὰ δοξάζεται ἕνα παιδί·

Ἄναψ’ ἡ κόλασις μέσ’ ’ς τὴν ψυχή μου
Σκότος μοῦ σκέπασε τὸ λογικό·
Τὴ δόξα ἠθέλησα ἐγὼ ’δική μυ,
Ποῦ ἐκεῖνος ἔκρυβε ’σὰ φυλαχτό.

Μιὰ νύχτα ὁλόσκοτη, — ὁ νοῦς μου φρίττει!
Ὡσὰν τὴ σκέψι μου μαύρη, βουβή,
Τὸν ἐξεπλάνεσα· ἔρχεται σπίτι…
Τρέμει τὸ χεῖλο μου νὰ σᾶς τὸ ’πῇ…

Μὲ τὸ λεπίδι μου, ἀπ’ τὴν ψυχή του
Ἐγὼ ἐξεκλείδωσα τὸ μυστικό·
Τὴ δόξα τ’ ἅρπαξα μὲ τὴν ζωή του…
Δικό μου ἔκαμα τὸ θησαυρό.

Μέσα ’ς τὸ αἷμα του, τ’ ἁγνὸ κοντύλι
Τῆς Τέχνης, ἔβαψα μὲ προδοσιά·
Καὶ γιὰ πυξίδα μου ἐπῆρα, φίλοι,
Τὴ σπαραγμένη του, ἀθώα καρδιά! —

Τὸ χέρι τ’ ἄξιο, τὸ ’παινεμένο
’Σ τὴν Τέχνη ἐνέκρωσε, εἶνε θνητό·
Θὰ ζῇ ’ς τ’ ἀνάθεμα, τ’ ἀφωρεσμένο,
Θὰ ζήσῃ ἀθάνατο ’ς τὸ φονικό!…

Πάνου ’ς τὸ μνῆμα μου, φίλοι, παιδιά μου,
Καύτε τὴ δόξα μου τὴ μισητή·
Λαμπάδ’ ἀνάψετε μὲ τὰ πανιά μου,
Ναὕρουν τὸ θάνατο μ’ ἐμὲ μαζί.