Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 283.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
283


Ἀγιάτρευτη μέσα ’ς τὴ μαύρη καρδιά μου
Ματώνει ἀπὸ χρόνια πληγὴ φοβερή·
Ἐλᾶτε, σιμόσ’ τε… Κατάρα παιδιά μου!
Τὸ χεῖλο μου τρέμει ’ς ἐσᾶς νὰ τὸ ’πῇ…—

Ἀγάπη τῆς Τέχνης σ’ ἀναθεματίζω!
’Σ τὴ δόξα νὰ πέσῃ κατάρα, φωτιά!…
Ὤ, θέ’ μου! εἶν’ ἐκεῖνος!… τὸν ἀναγνωρίζω…
Ἰδού, μέ κυττάζει μὲ ἄγρια ματιά! —

Δομίνικε! βλέπεις πῶς μ’ ἔχει τὸ κρῖμα!
Εἰπὲ τοῦ θανάτου νὰ μ’ ἐσπλαχνισθῇ…
Τρεῖς νύχταις κυττάζω μὲ ζήλια τὸ μνῆμα,
Κι’ ὡς τώρα μοῦ ἀρνεῖται γιὰ νὰ μὲ δεχθῇ!

Λυπήσου! ἄφισέ με τὰ μάτια νὰ κλείσω!—
Ποτὲ δὲ σᾶς τὤπα… θὲ νὰ σᾶς το ’πῶ…
Παιδιά μου, πεθαίνω, θὲ νὰ σᾶς ἀφίσω,
Ἐλᾶτε σιμά μου νὰ σᾶς ἀσπασθῶ…

Ἆ, ὄχι! φευγᾶτε· ποτέ μὴ δεχθῆτε,
Μὴ πάρ’ τε ἀπὸ μένα, παιδιά μου, φιλί·
Φευγᾶτε, φευγᾶτε, θὲ νὰ κολασθῆτε·
Μονάχο ἄσετέ με νὰ πάω σὰ σκυλί…

Τριγύρω ἀνατριχιάζουνε ’ς τὰ λόγια π’ ἀγροικοῦνε·
Βουβοί, χλωμοὶ κυττάζονται· οἱ δύστυχοι θαρροῦνε,
Ὁπῶς ἡ θέρμῃ τ’ ἄναψε, τοῦ ἀνέβη ’ς τὸ κεφάλι,
Και τὸν ταράζει ζάλη…

— Ὁ πόθος, φίλοι μου, γιὰ ν’ ἀποχτήσω
Τῆς Τέχνης τ’ ὄμμορφο τὸ μυστικό,
Ἡ δίψα, ὄνομα ’ς τὴ γῆ ν’ ἀφίσω,
Καὶ νὰ δοξάζωμαι πρῶτος ἐγώ·

Ἀγκάθι ἐφύτρωσε μέσ’ ’ς τὴν καρδιά μου
Ὄχεντρ’ ἀκοίμητη, φαρμακερή,
Τὴ ζήλια ἐσκόρπισε ’ς τὰ σωθικά μου,
Φαρμάκι ἀγλύκαντο μέσ’ ’ς τὴν ψυχή.