Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 279.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
279

μίζω ἐξόριστος ἐξ ἄλλου κόσμου, τὸν ὁποῖον τώρα εὑρίσκω εἰς τὰ βλέμματά σου καὶ τὸν ὁποῖον λατρεύω. Ὅ,τι αἰσθάνομαι ἤδη εἶνε ἁγνὸς πατριωτισμός. Ἀνθώ, εὗρον ἐν σοὶ τὴν ἀληθῆ μου πατρίδα καὶ σὲ ἀγαπῶ! [Κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο ὁ Μεγακλῆς παραβάλλει τὰ βλέμματα τῶν δύω νέων πρὸς τὰ τῆς εἰκόνος του, φέρων ἐνίοτε τὴν γραφίδα ἐπ’ αὐτῶν.]

Μεγακλησ [καθ’ ἑαυτόν.] Ἐξαίσιον! ἐξαίσιον! ὑπερφυές! Τρέμει ἐκλελυμένη ἡ χεὶρ τοῦ καλλιτέχνου ἀπέναντι τοιαύτης θεότητος.

Ανθω. Δὲν ἐννοῶ τοὺς λόγους σου ἀλλ’ αἰσθάνομαι φόβον, δειλίαν, δὲν ἠξεύρω. Ἠξεύρω μόνον ὅτι βλέμμα σου εἶνε ὡραῖον καὶ μὲ συγκινεῖ βαθύτατα· ὅτι, ἐὰν φύγῃς, δὲν θὰ δυνηθῶ νὰ μένω μακράν σου· ὅτι.. δὲν εἰξεύρω πλέον τίποτε.

Ηροστρατοσ. Ὤ! ναί, δὲν δύνασαι, δὲν θέλω νὰ μὲ ἐννοήσῃς· μὲ ἐννοεῖ ἡ καρδία σου, ἡ ἁγνὴ ὡς ὁ βίος ἐκείνης τῆς ἰάσμης, καὶ τοῦτο μοὶ ἀρκεῖ. Ἔλθετε τώρα ἡγεμονίδες τοῦ κόσμου, αὐτοκράτειραι τῆς γῆς. Συμπτύξατε ἅπασαν ὑμῶν τὴν λαμπρότητα τὴν διήκουσαν μέχρι περάτων τοῦ κόσμου, συμπτύξατε αὐτὴν εἰς τόπον καὶ χρόνον ἐλάχιστον, ὥστε βλέμμα ἓν νὰ περιλαμβάνῃ αὐτὴν ἅπασαν, μυριοπλασιάζουσαι ἐὰν δύνασθε αὐτὴν κατὰ τὴν λάμψιν καὶ τὴν ἡδονήν· οὐδ’ ἓν δευτερόλεπτον ἐκ τῶν στιγμῶν τούτων σᾶς δίδω, ἵνα τὴν ἀνταλλάξω, οὐδὲ ἓν. Ἔρρε πνιγηρὰ ἀτμόσφαιρα τοῦ κόρου καί τῆς βεβιασμένης καλλονῆς, κολοσσιαῖον κοιμητήριον τοσούτων ὑψηλῶν μεγαλοφυιῶν συντριφθεισῶν ἐπὶ τοῦ ἀπαθοῦς καὶ ψυχροῦ μαρμάρου τῆς γλισχρότητος καὶ τοῦ ἐγωϊσμοῦ σου. Σὲ ἐγκαταλείπω, Ἀνθώ. γλυκεῖά μου φίλη, θὰ ζήσω μεσὰ σοῦ διὰ παντός. Σοὶ φέρω καρδίαν παλλομένην θερμῶς, ὅπως ὑμνῇ τὴν φύσιν ἤτοι σέ, διότι ἐν σοὶ κατοπτρίζεται καὶ κατοικεῖ πᾶσα καλλονὴ καὶ ἁγιότης. Ἴδε πέριξ, καὶ αὐτὴ ἡ μικρὰ πληγωμένη σου αἴξ πηδᾷ ἤδη ἐπὶ τῶν βράχων χαίρουσα καὶ ὑγιής.

Ανθω. Ὤ! εἶσαι ὁ σωτὴρ ἄγγελος καὶ διαχέεις πανταχοῦ τὴν ζωήν. Θὰ ζήσωμεν ὁμοῦ, δὲν τὸ εἶπες σύ, ὡραῖέ μου Ἡρόστρατε. Θὰ στολίζωμεν με ἄνθη τὰς αἶγάς μου, θὰ πίνωμεν τὸ γάλα ὁμοῦ, ἐδῶ εἰς τὰ χόρτα καὶ εἰς τὰ ἄνθη.

Ηροστρατοσ. Σατωβριάν! εἶμ’ εὐτυχέστερος σου, ἀπείρως εὐτυχέστερος, διότι ἐγὼ ἔχω ἤδη ὅ,τι σὺ ἐπόθεις ἐν ταις γλυκείαις σοῦ ἐκείναις στροφαῖς. Ἤδη τὰ ἄνθη ταῦτα περιεβάλλοντο καλλονὴν θαυμαστοτέραν, διότι ἀγαπῶ τὴν καλλιβλέφαρον νύμφην τῶν ρυακίων τούτων, τῶν κυνορρόδων τούτων τῶν ἐρατεινῶν. Ἀνθώ μου προσφιλής, ἐδῶ ἐπὶ τῶν γονάτων σου τούτων τῶν παρθενικῶν, ὑπὸ τὴν ἁγνὴν τῆς φύσεως πνοήν, θὰ μὲ ἀφίνῃς νὰ