Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 272.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
272

εἶναι ὀδυνηρὸν διὰ σέ, ἀλλ’ ἡ ποίησις ἐν μόνῃ τῇ ὀδύνῃ θάλλει· ὁ δὲ ποιητὴς ψάλλων τὴν ὀδύνην του, ἐκπληροῖ τὴν ἀληθῆ ἀποστολήν του. [Ἡ Μαργαρίτα φέρει τὰ ζητηθέντα]

Αφροδιτη. [ἀναγινώσκουσα] Τὸ βλέμμα τὸ ὁποῖον ὁ Μάριος εἶδε, δὲν ἦτο βλέμμα ἀφελὲς καὶ ἁπλοῦν, ἀλλὰ χάος μυστηριῶδες, ὑπανοιχθὲν καὶ πάλιν κλεισθὲν διὰ μιᾶς. Βλέμμα, δηλ. ταχὺ καὶ περιπαθὲς, ὡς αὐτό… [Βλέπει τὸ κάτοπτρον] Ἀλλὰ λέγει· χάος μυστηριῶδες. Πῶς ἆρά γε νὰ ὑπεκρίθη τὸ βλέμμα τοῦτο ἐκείνη ἡ μικρὰ ἡρωῒς τοῦ συγραφέως μας; Διότι ἐξ ἅπαντος θὰ τὸ ὑπεκρίθη ὡς γυνή. Μαργαρίτα δός μοι τὸ ψιμμύθιον. Σήμερον δὲν χρειάζεται κόκκινον. Ὅλα πρέπει νὰ συντείνωσι. [ψιμμυθιοῦται ἐνῷ ἀναγινώσκει] Ὑπάρχει μία ἡμέρα καθ’ ἣν πᾶσα νεᾶνις ρίπτει ἓν βλέμμα ὡσὰν αὐτό. Ἐδῶ ἀπατᾶται ὁ συγγραφεὺς μόνον κατὰ τὸν ἀριθμόν. Οὐαι εἰς τὸν ὅστις τύχῃ ἐνώπιον αὐτῆς κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν! Ἄ! τὸν δυστυχῆ Μυρόεντα!… Τὸ πρῶτον τοῦτο βλέμμα ψυχῆς ἀγνοούσης ἑαυτήν… Βλέπεις, Μαργαρίτα, πόσον ὑβρίζουσιν ἡμᾶς τὰς γυναῖκας αὐτοὶ οἱ ποιηταί; Λέγουσιν ὅτι δὲν γνωρίζομεν τὸν ἑαυτόν μας.

Μαργαριτα. Αὐτὸ κυρία μου θὰ πῇ πῶς αὐτοὶ οἱ ἴδιοι δὲν γνωρίζουν τὸν ἑαυτόν των… Αἴ! Ὄχι ὅμως καὶ ὅλοι… [ρίπτει βλέμμα λαθραῖον ἐπὶ τοῦ πρὸς τὰ δεξιὰ δωματίου]

Αφροδιτη. Αὐτὴ ἡ ἰδέα μοὶ ἀρέσκει, Μαργαρίτα. Ἐὰν ἐπιχειρήσῃς ποτὲ νὰ σχολιάσῃς τοὺς «Ἀθλίους» τοῦ Οὐγώ, μὴ λησμονήσῃς νὰ προσθέσῃς καὶ τὴν ἰδέαν σου ταύτην ἐν ὑποσημειώσει. Πρὸς τὸ παρὸν ὅμως, πρέπει νὰ προσέχῃς περισσότερον διότι αὐτὸς ὁ βόστρυχος δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν ἔννοιαν τοῦ συγγραφέως τούτου τὸν ὁποῖον κρατῶ, καὶ ὅστις πρέπει νὰ ἠξεύρῃς, ὅτι πολλάκις μοὶ ἐχρησίμευσεν ὡς τώρα, δηλ. ὡς κομμωτὴς καὶ θαλαμηπόλος μου. Ὁ βόστρυχος αὐτὸς πρέπει νὰ πίπτῃ μὲ χάριν καὶ νὰ φαίνηται ὅτι δὲν ἐτέθη ἐκεῖ ἐξεπίτηδες.

Ηροστρατοσ. Ὤ! ὅλος οὗτος ὁ κόσμος νομίζω, ὅτι θὰ κατακρημνισθῇ μετ’ ὀλίγον εἰς ἐρεβώδη ἄβυσσον καὶ νύκτα αἰωνίαν. Ψεύδονται λοιπὸν τὰ πάντα, ὁ ἡρωϊσμός, ὁ ἔρως, ἡ ἀγάπη, ὁ ἐνθουσιασμός, τὰ πάντα. [πρὸς τὸν Μεγακλέα] Ἄφες με νὰ φύγω, νὰ φύγω, ὅπου σκοτία παχυλὴ καὶ αἰωνία, ἢ ὅπου ρόδον δὲν ἀνθεῖ ψευδόμενον, ὅπου δὲν διασώζει τις μνήμην κατασπαράσσουσαν τὸν ἐνθυμούμενον.

Μεγακλησ. [κρατῶν αὐτὸν] Πρὸς Θεοῦ, Ἠρόστρατε, μεῖνον καὶ ὑπόμενε! Ὤ! ἐὰν ἠδυνάμην ὁλόκληρον μάλιστα νὰ κρύψω τὸν κόσμον εἰς τὸ δωμάτιον τοῦτο, ὁπόσα μέλλοντα θύματα τῆς