Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 268.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
268

Μεγακλησ. Ἔτι δὲ ἀναντιρρητότερον ὅτι πρᾶγμά τι παραπλήσιον ὑποπτευόμενος, ἦλθον πρὸς σέ, τοὐτέστι πρὸς τὴν μοῦσάν σου, ἀγαπητὲ σύνοικε.

Ηροστρατοσ. Καὶ ἦλθες ἄνευ τῆς εἰκόνος σου;

Μεγακλησ. Τὴν φέρω ἀμέσως. [ἀπέρχεται]

Ηροστρατοσ.- [γονυπετὴς] Τὸ βλέμμα σου, Μοῦσα, καὶ τὰς πτέρυγάς σου ἐπὶ μίαν στιγμήν. [Ὁ Μεγακλῆς εἰσέρχεται φέρων ὀκρίβαντα γραφίδας καὶ μίαν εἰκόνα παριστῶσαν σύμπλεγμα νεάνιδος ἄνευ ὀφθαλμῶν καὶ νεανίου ἄνευ ὀφθαλμῶν ἐπίσης] Ἰδοὺ δύο καλλοναὶ ἄνευ φωτός. Παράδεισος ἐν ζοφερῷ μεσονυκτίῳ. Καὶ τί εἶναι καλλονὴ ἄνευ βλέμματος;

Μεγακλησ. Καὶ τί εἶναι βλέμμα ἄνευ καλλονῆς, Ἡρόστρατε; Διότι πρέπει νὰ μάθῃς ὅτι ἐπὶ τῶν προσώπων τούτων ἐχάραξα δεκαεννέα ζεύγη βλεμμάτων ἀνουσίων.

Ηροστρατοσ. Καὶ ὁποίαν ἔκφρασιν καὶ σχῆμα θὰ δώσῃς εἰς τὸ πρῶτον ἐρωτικόν σου βλέμμα;

Μεγακλησ. Jtat is the question

Ηροστρατοσ. Ἰδοὺ λοιπὸν ἡ γραφὶς τοῦ ποιητοῦ ἀνωτέρα τῆς γραφίδος τοῦ ζωγράφου. Ὑπαγορεύει ὁ Ὅμηρος, καὶ ὁ Πολύγνωτος γράφει. Γράψον. Θὰ ὑπαγορεύσω.

Μεγακλησ. [παρασκευάζων τὰς γραφίδας καὶ τὰ χρώματα] Πόσον ἀπατᾶσαι, Ἡρόστρατε! Ὁ ζωγράφος φαντάζεται ὅσον καὶ ὁ ποιητής. Ὅλη ἡ διαφορὰ ὑπάρχει εἰς τὴν ἔκφρασιν. Λέξις ἢ σχῆμα. Τί τὸ ζωηρότερον; Τοῦ ἡλίου ψάλλων τὴν ἀνατολὴν ὁ ποιητής, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον δὲν μεταφέρει εἰς τὸν χάρτην ὅλον του τὸ αἴσθημά. ᾈείποτε μένει τι ὑπόλοιπον ἐντὸς αὐτοῦ. Δὲν ψάλλει τὸ χρῶμα ἀλλὰ τὴν λαλιὰν τοῦ χρώματος. Ὁ ζωγράφος ψάλλει ἀμφότερα. Διὰ τὸ ἐλάχιστον νεφύδριον, διὰ τὴν ἀδιορατοτέραν τῶν σκιῶν, ἀνάγκη νὰ ἐρωτήσῃ τὴν φαντασίαν του. Τὸ σχῆμα μιᾶς πτυχῆς ἐσθῆτος, πτυχῆς ἣν καὶ ἐπὶ αἰῶνας ὁλοκλήρους ὁ θεατὴς τῆς εἰκόνος δὲν θὰ διακρίνῃ ἴσως, ἅτε ἀδιόρατον, τὸ σχῆμα, λέγω αὐτῆς, ἀνάγκη νὰ συμφωνῇ, νὰ ἐπιτείνῃ μάλιστα τὴν ἔκφρασιν τῆς ὅλης στάσεως τοῦ βλέμματος, τοῦ ἠθικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἱστορίας, τῆς μορφῆς. Τίς σὲ βεβαιοῖ ὅτι πρῶτον βλέμμα ὅπερ μέλλεις νά μου ὑπαγορεύσῃς διὰ τὴν εἰκόνα μου δὲν θὰ ἦναι ἀτελές;

Ηροστρατοσ. Τίς μὲ βεβαιοῖ, λέγεις; Ἀλλὰ τὸ βλέπω ἐμπρός μου… Ἰδού, ἰδοὺ εἰκονίζεται ἐκεῖ εἰς τὸ κενόν, ἀμβρόσιον, θεῖον. Σπεῦσον Μεγάκλεις, τὴν γραφίδα εἰς τὰ χεῖρας. Γρήγορα! οἱ οὐρανοὶ ἀνοίγονται.

[Ὁ Μεγακλῆς θέτει ταχέως τὴν εἰκόνα ἐπὶ τοῦ ὀκριβάντος καὶ τοποθετεῖται πρὸ αὐτῆς.]

Ηροστρατοσ. [μετά τινα σιγὴν ἔνθους]. Ὤ! μολύβδιναι, μολύβδι-