— Αἱ ἐξετάσεις; Ὁ πρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου; Καλὲ, ἐγὼ σ’ ἐρωτῶ διὰ τοὺς ἀρραβῶνάς σου. Δὲν ἀρραβωνιάστηκες;
— Ἐγώ; ποῖος σοῦ τὸ εἶπε;
— Καὶ καλὰ ὁ κόσμος ὅλος τὸ ξέρει…
— Πιθανόν, ἀλλ’ ἐγώ, φίλε μου, δὲν ἔχω εἴδησιν…
— Ἔλα, ἔλα· ἄφινέ τα· ἐσὺ νομίζεις πῶς τὸ ἔχεις κρυφό. Κρύβονται ὅμως αὐτὰ τὰ πράγματα;
— !!!
[Ὁ φίλος ἀντιπαρέρχεται σπεύδων, ὁ Ἀριστοτέλης βαδίζει σύννους. Κατωτέρω τὸν σταματᾷ ἄλλος φίλος του.]
— Βρὲ Τέλη, τί εἶνε αὐτά; ἔτσι κρυφὰ ’πᾷς καὶ κάνεις ἐσὺ τοὺς γάμους σου;…
— Ἐγώ; Τί γάμους ’ς τὸ Θεό σου; ἐτρελάθηκες;
— Μὰ τί διάβολο, ἀκόμα ἐπιμένεις νὰ τἄχῃς μυστικά;…
— …………!!!…………!!!…………!!!
[Ἡ τέῳς ἀνέφελος φυσιογνωμία τοῦ Ἀριστοτέλη συννεφοῦται. Βηματίζει περίσκεπτος, ἐν ἀφαιρέσει, πνιγόμενος ἐκ στενοχωρίας, ὅτε αἴφνης τὸν σταματᾷ ἄλλος περίεργος διαβάτης, μὲ τὸ ἀφόρητον θάρρος τοῦ φίλου.]
— Ἀριστοτέλη!… πῶς ἔξω; Σὲ ἀπέλυσαν;… Ἀμ’ τὸ ἔλεγα ἐγὼ πῶς γιὰ σένα θὰ ἐξεδίδετο ἀθωωτικὸν τὸ βούλευμα..
— Τὸ βούλευμα;
— Ὥστε οἱ ἄλλοι παρεπέμφθησαν εἰς τὸ κακουργοδικεῖον;
— Δὲν σέ…
— Τὸ ἐπερίμενα· ἀλλὰ πῶς διάβολο ’πῆγες καὶ ἔμπλεξες, ἀδελφέ…
— Ἐγώ;....;
— Καὶ τώρα ζῇς μὲ τὴ γυναῖκά σου ἢ τὴν ἐχώρισες;… καὶ τὸ παιδὶ τί τὸ ἐκάμετε; δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ στείλῃς ’ς τὸ βρεφοκομεῖο, καϋμένε Τέλη… Τί πταίει ἐκεῖνο τὸ πτωχό!… ἀφοῦ