Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 250.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
250

— Μὲ τὴ Μαροῦλα πάλι; Καὶ δὲν μούλεγες, ψεύτη, πῶς δὲ θενὰ γυρίσῃς νὰ τὴν κυττάξῃς πλειά;…

— Ἐγὼ μὲ τὴν Μαροῦλα; Ἀμὴ καλλίτερα νὰ τὴν ἰδῶ μ’ ἕνα μάτι…

— Τότενες λοιπὸν τί ἔκαμες ἐκεῖ μέσα. αἴ;

— Βλαστήμα τα, ρὲ Ἀννεζώ! Κἄτι φασαρίαις εἶχα μὲ τὰ ἀφεντικά της καὶ ἐχρειάσθηκε νὰ ξενυκτίσω… μὴν τὰ ’ρωτᾷς… κἄτι μπερμπαντοδουλειαῖς ποῦ ἔτρεξαν μ’ ἕνα λιμοκοντόρο… ποῦ ’πάγει νὰ πάρῃ τὴν κόρη ’ς τὸ λαιμό του… ὁ γάϊδαρος!… ἀμὴ ἄφησέ τον καὶ δὲν θὰ μοῦ γλυτώσῃ…

— Τί λές, βρὲ Γιάννη; Στάσου λοιπὸν νὰ κατεβῶ ’ς τὴ σκάλα νὰ μοῦ τὰ πῇς μὲ τὸ νῖ καὶ μὲ τὸ σίγμα…

— ………………………

— ………!!………!!………

— Κύτταξε ὅμως, Ἀννεζώ μου, μὴ βγάλῃ τσιμουδιά!…

— Ἔννοια σου!

— Σοῦ εἶπα· ἔδωσα ’ς τὸν Περδίκη τὸν λόγον μου πῶς δὲν θὰ τὸ μάθῃ ψυχή!… Αἴ! βλέπεις εἶνε κρῖμα καὶ γιὰ τὸ κορίτσι τὸ ἄμοιρο νὰ ξεσκεπασθοῦν ’ς τὸν κόσμον!…

— Οὔτε γρῦ! ἔννοια σου!…


ΣΚΗΝΗ ΣΤ′.

[Ἡ σκηνὴ μετατοπίζεται ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰς διάφορα πέριξ σημεῖα τῆς γειτονίας. Ἡ Ἀννεζὼ συναντᾶται πρὸ τῆς θύρας τοῦ γειτονικοῦ παντοπωλείου μὲ μίαν ἐξ Ἄνδρου συνάδελφόν της — τὴν Ζαμπέταν. — Τὴν σταματᾷ καὶ τῆς ζητεῖ προκαταβολικῶς τὸν λόγον τῆς τιμῆς της πῶς θὰ κρατήσῃ μυστικὸ κἄτι τι ποῦ ἔμαθε…]

— Ἀλήθεια, Ἀννεζώ;… Τὰ ξέρεις καλά;…

— Ὅπως σὲ βλέπω καὶ μὲ βλέπεις… ἀμ’ ἀφοῦ σοῦ λέω πῶς ἤμουνα παρὼν ’ς ὅλη αὐτὴ τὴ φασαρία!

— Οὔ, οὔ οὔ! ’ντροπαῖς καὶ χάλια!.. καὶ δὲν πᾶνε νὰ πνιγοῦνε ὅλοι τους!

— Γιὰ ὄνομα Θεοῦ, Ζαμπέτα! μὴ ’πῇς τίποτε σὲ κανένα… γιατὶ… ξέρει;… ἡ Θάλεια μοὔκανε χίλιους δύο ὅρκους νὰ τὸ σιωπήσω…

— Ὤχ, ἀδελφή! Δὲ με συχωρᾷς, ποῦ θὰ κάθουμαι ἐγὼ τώρα νὰ ξαναλέω τέτοιαις ἀηδίαις!…