Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 248.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
248

πῶς λαχταρεῖ ἡ καρδοῦλά μου νὰ σᾶς καμαρώσω νύφη!… Ἐλᾶτε τώρα… μὴ μοῦ τὰ κρύβετε…

— Ἄκουσε, Μαροῦλα· μοῦ κάνεις ὅρκον πῶς δὲν θὰ ’βγάλῃς λέξι ἂν σοῦ ’πῶ κἄτι τι;

— Νὰ σᾶς χαρῶ, κυρία!… Τί λέτε τώρα;… Ἐγὼ νὰ βγάλω λέξι ἀπ’ τὸ στόμα μου;… Ἄμ’ καλλίτερα νά…

— Ἄκουσε λοιπόν! Εἶνε ἀλήθεια, πῶς ὁ νέος αὐτὸς μοῦ ἔστειλε σήμερα προξενειὰ μ’ ἕνα κύριον Πονηριάδην… Εἶνε, λέει, τρελὸς μαζῆ μου… θέλει μάλιστα νὰ στεφανωθοῦμε τώρα ’γρήγορα, ἅμα κερδίσῃ μία ὑπόθεσι ποῦ ἔχει μὲ τὴν Κυβέρνησιν… ἐπειδή …

[Καὶ ἡ Θάλεια πνιγομένη ἐκ συγκινήσεως, ἀκράτητος ἐκ χαρᾶς, παραδίδει τὸ ἀόριστον καὶ συγκεχυμένον ὀνειροπόλημά της εἰς τὴν ἐμπιστοσύνην τῆς Μαρούλας, καλλύνουσα καὶ ποικίλλουσα αὐτὸ ἐπὶ τὸ μυθιστορικώτερον, διότι συνήθως αἱ Μαροῦλαι γίνονται αἱ ἀπαραίτητοι κλειδοῦχοι καὶ θεματοφύλακες τῶν ἀπορρήτων τῆς οἰκογενείας.]

— Κύτταξε ὅμως, Μαροῦλα, μὴ σοῦ φύγῃ κανένας λόγος πουθενά! γιατὶ ὁ Ἀριστοτέλης μου δὲν θέλει ἀκόμα νὰ διαδοθῇ τὸ πρᾶγμα…

— Μπᾶ, μπᾶ, μπᾶ! Θεὸς φυλάξοι! Ἄμ’ καλλίτερα νὰ μοῦ κοπῇ ἡ γλῶσσα!…


ΣΚΗΝΗ Δ′.

[Ἡ Θάλεια, ὡςεὶ νὰ ἀνεκουφίσθη ἀποθέσασα εἰς τὴν δεδοκιμασμένην μυστικότητα τῆς Μαροῦλας ἓν μέρος τῆς εὐτυχίας, ἡ ὁποία κατέκλυζε τὴν φαντασίαν της, ἠγέρθη καὶ μετέβη νὰ συνεχίσῃ, ἐπὶ τὸ ποιητικώτερον, ἐν τῷ ὕπνῳ τὰ ὄνειρα, τὰ ὁποῖαι ἔβλεπε πρὸ μικροῦ ἐν ἐγρηγόρσει. Ἡ Μαροῦλα ἔκλεισε τὰς θύρας τοῦ ἐξώστου, ἔσβεσε τὸ φῶς τῆς κρεμαστῆς λυχνίας καὶ ἐβάδισεν εἰς τὸ βάθος, ὅπου τὴν ἀνέμενεν εἷς ἀναπόφευκτος… ἐξάδελφος της!]

— Βρὲ Μαρουλιώ, τί μοὔγινες τόση ὥρα; πῶς ἄργησες ἔτσι; δὲν ἐψοφολόγησαν ἀκόμη τ’ ἀφεντικά;

— Ἄμ ποῦ νὰ τοὺς κολλήσῃ ὕπνος, καϋμένε Γιάννη, ποῦ σήμερα-αὔριον ἔχομε γάμους καὶ χαραῖς!… Θὰ παντρέψουν τὴν Θάλεια…

— Μπρὲ τι μοῦ λὲς;