Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 239.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
239

Πότε τὸ πόδι μου πατῶ σὲ γλυστερὸ λιθάρι,
καὶ πότε πάλι χώνεται ’ς τὴ λάσπη τὸ ποδάρι,
τὸ βλέμμα πότε εἰς τὴν γῆν, πότε ’ψηλὰ γυρίζω,
ἀλλ’ οὔτε φῶς βλέπω ’ς τὴ γῆ, οὔτ’ ἄστρο ἀντικρύζω.
Ἐν τούτοις διαδέχεται χαλάζι τὴν ψυχάλα,
ὅταν κ’ ἐγώ, Κυρία μου, τὸ βάζω ’ς τὴν τρεχάλα…
Καὶ τότε τί παράδοξον καὶ νόστιμον συγχρόνως,
μέσῳ βροντῶν καὶ ἀστραπῶν, ὡς Λήρ, νὰ τρέχω μόνος!
Βεβαίως γιὰ νυκτερινὸν καθεὶς μ’ ἐπῆρε φάσμα,
καὶ δίχως νὰ τὸ καυχηθῶ, σᾶς λέγω, ἤμουν… πλάσμα!
’Σ τὸ χέρι τὴν ὀμπρέλλα μου ὡς λάβαρον κρατοῦσα
καὶ μὲ πατζάκια σηκωτὰ δὲν ἔτρεχα… πετοῦσα!…
Πλὴν τρέχων δίχως μπούσουλα καὶ δίχως διαβήτη,
χωρὶς νὰ νοιώσω ἔφθασα μετὰ μικρὸν ’ς τὸ σπίτι…
Κ’ ἐδῶ ὡς νὰ μὴ ἔφθαναν τόσαι φροντίδες ἄλλαι,
θελήσας ν’ ἀποπειραθῶ σάλτο, κ’ ἐγώ, μορτάλε,
ξαπλώθηκα φαρδὺς πλατύς, μὲ περισσὸ καμάρι
καὶ μὲ σπασμένο εὐτυχῶς τὸ ἕνα μου ποδάρι!…
Κ’ ἐνῷ ’ς τὸ πεζοδρόμιον εὑρέθην ξαπλωμένος,
ἀρχίζω τοῦ Ὀμπρένοβιτς νὰ βλασφημῶ τὸ γένος,
φωνάζων «σὰν δὲ σκέφθηκες γιὰ γκάζι πρῶτα πρῶτα
δὲν ἤρχεσο νὰ δανεισθῇς, ἀπ’ τὴν Ἑλλάδι φῶτα;»
κι’ ἀφοῦ κανεὶς δὲν μ’ ἄκουσε, ἀρχίνησα νὰ κλαίω
καὶ «Φίλοι συχωρᾶτέ με καὶ Θεὸς σχωρέσοι» λέω!..
Πλὴν τότε κἄποιος ἔρχεται, ’ς τὰ χέρια μὲ σηκώνει
καὶ μετ’ ὀλίγον σπίτι μου σακάτη μὲ ξαπλώνει!
Κ’ ἔτσι καθὼς εὑρέθηκα ἐπάνω ’ς τὸ κρεββάτι,
ἀρχίνησα νὰ σκέπτωμαι φιλοσοφῶν κομμάτι
γιατί ποδάρια μόνον δυὸ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχῃ,
καὶ νὰ μὴν ἔχῃ τέσσαρα ἢ καὶ μ’ ὀκτὼ νὰ τρέχῃ;
ὥστε ἂν σπάσῃ ἀπ’ αὐτὰ καμμιὰ φορὰ κανένα
νὰ ἔχῃ τ’ ἄλλα του ἑπτὰ ἐναποθηκευμένα!
Μὰ θὰ τὸν ποῦν τετράποδο, μὰ θὰ τὸν ποῦν χταπόδι,
αἴ! εἶναι πειὸ χειρότερο νὰ μείνῃ μ’ ἕνα πόδι!..
Ἐκτὸς αὐτοῦ ἂν θέλει τις νὰ τὸν παραθυμώσῃ,
πῶς θὰ μπορέσῃ μιὰ κλωτσιὰ ’ς τὰ μοῦτρα νὰ τοῦ δώσῃ;