Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 238.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΑΠ’ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΣ ΠΑΝΤΣΟΒΟΝ
[ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΠΡΟΣ ΚΥΡΙΑΝ]

Ἐπιστολὴ Β′.

ΜΕ τὴν καρδίαν πάλλουσαν καὶ τρέμοντα τὸν.... πόδα!
ὄχι τὴν χεῖρα τρέμουσαν — ἐδῶ εἶν’ ἄλλη μόδα!—..
Ἐδῶ, ’ς τὴν κάθε γειτονιά, ὑπάρχει καλντιρίμι,
’π’ ἀφίνει ἀνεξάλειπτον ’ς τὰ πόδια μου τὴν μνήμη…
Ἐδῶ, εὐθύς, Κυρία μου, ὁποῦ θ’ ἀρχίσῃ βράδυ,
γίνεται τόσο κελαινὸν καὶ μαῦρο τὸ σκοτάδι,
ὥστε καθένας σπίτι του πηγαίνει τὸ ἑσπέρας,
κυττάζοντας ὡς καϊξῆς τοὺς πολικοὺς ἀστέρας!
Ἐδῶ ἀκόμα παντελῶς δὲν σκέπτονται γιὰ γκάζι,
κι’ ὁ νυκτοπόρος δύναται νὰ τσακισθῇ, γιὰ χάζι…
Ἐδῶ οἱ δρόμοι ἔχουσιν κατηφορανηφόρους,
κι’ ἀλλοίμονον ’ς τοὺς ἀδαεῖς καὶ ξένους ὁδοιπόρους.
Ἐδῶ ’ς τοὺς δρόμους κἄποτε ἀνοίγονται καὶ γούβαις,
καὶ μένουν ἔτσι ἀνοικταὶ ὡς ποῦ ν’ ἀνθίσουν βρούβαις!…
Ἐδῶ καὶ πεζοδρόμια δὲν ἓφιασαν ἀκόμη,
καὶ ὡς τῇς σκάλαις τῶν σπιτιῶν ἀνέρχονται οἱ δρόμοι!
Ἐδῶ κυρταῖς καὶ μητεραῖς τῇς πέτραις ἔχουν στήσει,
κι’ ἀλλοίμονο ’ς τὸν ἄμοιρο ποῦ τύχυ νὰ γλυστρήσῃ!…

Εἶχε βραδυάσει κι’ ἔβρεχε ’ς τὸ καλτιρίμι ἀπάνω,
ποῦ ἔτρεχα ’ς τὸ σπίτι μου κ’ ἐγὼ μὲ βῆμα πλάνο!
Τὸ σκότος ἦταν σὰν αὐτό, ποῦ εἶπον ἀνωτέρω,
καὶ ποῦ τὸ βῆμα μου πλανῶ οὔτε κ’ ἐγὼ δὲν ξέρω!