Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 216.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
216

Ἴχνος ἂν ἔχουν πατρικῆς τὰ στήθη του καρδίας,
Θὰ αἰσθανθῇ τὸ μέγεθος τῆς θείας ἀδικίας.
Ἀγγέλους, λέγουν, κἄποτε πρὸς τοὺς ἀγγέλους στέλλει
Τί πλέον τῆς ὀδύνης μου πρὸς ἱλασμὸν του θέλει;

Ἂν δὲν ἀρκεῖται, γίνομαι, Δανάη μου, Ἰξίων
Ἐπὶ τροχοῦ στρεφόμενος καθ’ ὅλον μου τὸν βίον·
Γίνομαι Τάνταλος διψῶν καὶ ὕδωρ μὴ εὑρίσκων,
Ἰούδας κατὰ τῆς ζωῆς παλαίων καὶ μὴ θνήσκων.
Ὤ, ναί! ἀρκεῖ ὡς ὅραμα φαιδρὸν νὰ σ’ ἀποστείλῃ,
Νὰ αἰσθανθῶ τὰ χείλη σου εἰς τὰ νεκρά μου χείλη.

Οἱ τάφοι δὲν ἀκούουσι γονέων ἱκεσίας·
Κωφάλαλοι, πρὸς οἰμωγὰς δὲν ἔχουσι καρδίας·
Οἱ ἄσπλαγχνοι! ἂν δάκρυα τοὺς συνεκίνουν μόλις,
Ἔχυσαν τόσα δι’ αὐτὴν ἀλγοῦσαι δύο πόλεις.
Καὶ ἠδυνάμην πύρινον Ἀχέροντα νὰ χύσω
Καὶ εἰς τὸ πῦρ του τὰ δεσμὰ τοῦ ᾌδου ν’ ἀναλύσω.

Ὤ! ἄφετέ με ν’ ἀπατῶ τὸν νοῦν μου μὲ χιμαίρας.
Ὑπῆρξα ὄλβιος κ’ ἐγώ· εἶχον φαιδρὰς ἡμέρας,
Διάδημα λαμπρότατον στεμμάτων ἡγεμόνων
Καὶ οὔτε τὸ ἀντήλλασσον μὲ τοῦ Διὸς τὸν θρόνον·
Εἷς Μάϊος ἐκόμισεν ἐκ τῆς Ἐδὲμ τὸ δῶρον.
Ἀπατεὼν! δὲν ἔλεγε καὶ ὑπὸ ποῖον ὅρον.

Δι’ ὅλων τῶν θελγήτρων του τὴν ἔστεψε μὲ δόλον
Καὶ ἦτο τῶν ἀνθέων του τὸ μᾶλλον μυροβόλον.
Ἀλλ’ οἴμοι! ἐκ τῆς κάλυκος τῶν θείων της χειλέων
Ἀθανασίας ἄρωμα δὲν ἀναπνέω πλέον
Εἰς τῆς ζωῆς τὸν βόρβορον κυλίομαι ὡς κτῆνος,
Καὶ εἶνε ἀτελεύτητος ἡ ὕπαρξίς μου θρῆνος.

....................................................................................................................................................................................................................................................


Κοιμήθητι! τὸ ᾆσμα μου δὲν εἶνε τελευταῖον
Ἐγκληματῶ μὴ ψάλλων σε καὶ ἀπιστῶ μὴ κλαίων.
15 Δεκεμβρίου 1889.

Ὁ πατήρ σου
Μυρων