σὲ εἶδα, Φιφίτσα μου, καθόλου.... Νὰ ζήσῃς!… ἔπειτα ἀπὸ τὸ μεσημέρι θὰ ἔλθω νὰ μοῦ τὰ εἰπῇς.... Σὲ συγχαίρω....
Ἡ κ. Πατεριαδου ἔνδακρυς. — Ἄχ, τὸ προαίσθημά μου!…
Φιφιτσα μόλις συνέχουσα τὰ δάκρυά της. — Τροφοδότης!…
Ὁ κ. Πατεριαδησ στρεφόμενος ἐν ὀργῇ πρὸς τὸν ἐμβρόντητον ἀπομείναντα γέροντα Σκαφαρέντζον καὶ καθ’ ἣν στιγμὴν ἡ ἅμαξα ἐκκινεῖ. — Γάϊδαρε!…
Δημ. Α. Κορομηλασ
ΕΨΕΣ ’ς τὸ δρόμο συναπαντιοῦνται
Μικρὸ ἕνα φέρετρο κ’ ἕνα σελλί·
Τρέμουν ὁλόγυρα· σταυροκοπιοῦνται
Σκοντάφτει ὁ θάνατος μὲ τὴ ζωή.
Τὥνα προσμένει νεκρὸ κουφάρι
Τ’ ἄλλο μιὰ σάρκα λαχταριστή·
Ποιὸς νἆναι, πὤρχεται εὐθὺς νὰ πάρῃ
Τ’ ἄλλου τὴν θέσι ἐδῶ ’ς τὴ γῆ;
Ποιὸν κόσμον ἄγνωστον ἀπαρατάει,
Ποιὰ τάχα δύναμις τὸν σπρώχνει ἐδῶ;
Γιὰ ποῦ τὸ ’κίνησε, ὁ ἄλλος, ποῦ πάει,
Πατρίδ’ ἀλλάζουνε τάχα κ’ οἱ δυό;
Τ’ ἄσπρο τὸ φέρετρο, ’ποῦ δακρυσμένο
Στρέφεις τὸ βλέμμα σου καὶ τὸ θωρεῖς,
Σὲ ποιὸ λιμάνι θ’ ἀράξῃ ξένο,
Κούνια εἶνε τάχα ἄλλης ζωῆς;
Ανδ. Μαρτζωκησ
- ↑ Εἶδος παρ’ ἡμῖν θρονίου, ἐφ’ οὗ καθεζόμεναι, οὐχὶ ὅμως γενικῶς, ὡς ἄλλοτε, τίκτουσιν αἱ ἐπίτοκοι γυναῖκες, καὶ τὸ ὁποῖον ἡ μαῖα, πρὸ τῆς μεταβάσεως αὐτῆς ἀποστέλλει εἰς τὴν οἰκίαν ἐν ᾖ προσκαλεῖται.