Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 178.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
178

ἀδελφικῶς τὴν χεῖρα τοῦ γέροντος Σκαφαρέντζου, ὃν ἤρχιζε νὰ καταλαμβάνῃ ὁ ὕπνος. — Σκαφαρέντζε μου!....

Γερων Σκαφαρεντζοσ, ἀνοίγων τὰ ὄμματα ἐξαπίναιος. — Τί εἶνε;

κ. Πατεριαδησ μειδιῶν — Ὄχι, τίποτε... τὶ ἐτρόμαξες; [δεικνύων διὰ τοῦ βλέμματος τὸν Ξανθὸν Νέον καὶ τὴν Φιφίτσαν, οἵτινες κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἐξήρχοντο τετάρτην ἤδη φορὰν εἰς τὸν ἐξώστην καὶ κύπτων πρὸς αὐτὸν] Εὐχαριστῶ!

γερων Σκαφαρεντζοσ, ἐννοῶν, μειδιῶν καὶ προσπαθῶν ν’ ἀποσύρῃ τὴν χεῖρά του, ἣν ὁ κ. Πατεριάδης δὲν ἐννοεῖ ν’ ἀφήσῃ. — Ἄ, ναί.... Δι’ αὐτὸ εἶνε οἱ φίλοι!....

κ. Πατεριαδου εὔχαρις, ἀλλὰ κατά τι ἀνήσυχος. — Παιδιά, ἐλᾶτε μέσα, θὰ κρυώσετε…

Φιφιτσα προκύπτουσα τὴν κεφαλὴν ἐκ τῆς ἡμιανοικτῆς θυρίδος. — Ὄχι, μαμά, δὲν κρυώνομεν.... εἶνε τόσον ὡραῖα ἐδῶ....

κ. Πατεριαδησ ἀνυπομόνως. — Ἄφησέ τους καὶ σὺ τώρα!.. ποῦ θὰ κρυώσουν.... ἔπειτα ὅπου καὶ ἂν εἶνε ἐφθάσαμεν!…

νεοσ Δρελλιασ ἰδίᾳ κεκλεισμένα ἔχων τὰ βλέφαρα. — Πολὺ εὐχάριστον αὐτὸ τὸ πρᾶγμα διὰ τὴν καϋμένην τὴν Φιφίτσαν, ἡ ὁποία ἤρχισε νὰ ἀπελπίζεται, διότι ἔχει καὶ τὰ χρονάκια της κ’ ἐγὼ εἶμαι πολὺ εὐτυχὴς ὅτι δὲν μοῦ ἐκράτησε κάκια δι’ ὅσα τῆς εἶπα. Τί τῆς εἶπα δι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον!… μὰ εἶμαι κ’ ἐγὼ τόσον ἀνόητος καμμιὰ φορά!… τὸν ἐπῆρα γιὰ βαγαμπόντην! ποιόν; αὐτόν; τὸ βέβαιον εἶνε ὅτι δὲν μοῦ γεμίζει τὸ μάτι, ἀλλὰ τέλος πάντων ἀφοῦ εἶνε τόσον καθὼς πρέπει ἄνθρωπος!… ἔπειτα δὲν θέλω τίποτε ἄλλο.... μόνον ὁ χαιρετισμὸς τοῦ γάλλου ναυάρχου καὶ τῶν ὑπασπιστῶν του μοῦ φθάνει.... πῶς τὸν ἐκύτταξαν!… ὡς νὰ ἔλεγαν· Μὰ ἀφοῦ αὐτὸς εἶνε ἐδῷ, διατί τάχα ἐκάμναμεν ἡμεῖς δυσκολίας καὶ δὲν ἠθέλαμεν νὰ ἔλθωμεν εἰς αὐτὸν τὸν χορόν;.... Πρέπει νὰ εἶνε πολὺ σημαντικὸν ὑποκείμενον… Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος!… δὲν εἶνε παῖξε γέλασε....

κ. Πατεριαδου ἰδίᾳ κεκλεισμένα ἔχουσα τὰ βλέφαρα. — Ἔσκασαν, ἔσκασαν, ἔσκασαν!.. Τῇς ἔβλεπα ἐγώ, δὲν εἶνε νὰ εἰπῇς ὅτι δὲν τῇς ἔβλεπα!… Ἐπῆγαν νὰ τὴν φάγουν τὴν καϋμένην τὴν Φιφίτσα μου μὲ τὰ μάτια των.... Κ’ ἐγὼ τὸ εἶχα, μαράζι ’ς τὴν καρδιὰ μου ὅτι δὲν ἠμποροῦσα νὰ τὴν παντρέψω.... Νὰ πῶς ἔρχονται τὰ πράγματα καμμιὰ φορά.... ἀργεῖς, ἀργεῖς, μὰ ἡ τύχη δουλεύει.... τὸ καλὸ τὸ ῥιζικὸ δὲν χάνεται καὶ ἡ Φιφίτσα μου παντρεύεται κ’ ἐγὼ ἡσυχάζω, καὶ ᾑ ἄλλαις σκάζουν καὶ πλαντάζουν.... Θὰ ἔχῃ σπίτι δικό της τώρα, θὰ ἔχῃ ἁμά-