σκέψεως ταρασσόμενος ὀλίγον εἰς τὸ ἐρώτημα, συνερχόμενος ὅμως ἀμέσως. — Ὡραῖαι εἶνε, ἀλλὰ προτιμῶ τὸν Πειραιᾶ....
Φιφιτσα ἰδίᾳ. — Περίεργος προτίμησις!… τί εἶνε ὅμως ἡ πρώτη πόλις πάντοτε ὅταν ἔρχεται κανεὶς ἀπ’ ἔξω, καὶ πρέπει νὰ ἦλθε μὲ τὸ ἀτμόπλοιον.
Ὁ Ξανθοσ Νεσ ἰδίᾳ. — Προφανῶς δυσηρεστήθη ὅτι τῆς τὸ εἶπα, διότι ἄλλαξε τὴν ὁμιλίαν ἀμέσως.... ἐβιάσθην πολύ.
Φιφιτσα. — Ἐν τούτοις μὲ τὰ νέα σχέδια ἡ πόλις μας θὰ γείνῃ πολὺ ὡραία....
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ ἀναλαμβάνων τὴν στάσιν τοῦ Μανουὴλ Παλαιολόγου, ὅτε οὗτος συνήντησε κατὰ πρῶτον τὸν Βαγιαζήτ, καὶ ἔστη θαρραλέος ἀπέναντι αὐτοῦ. — Δὲν ἀντιλέγω, ἀλλὰ τὸν ἀέρα τοῦ Πειραιῶς δὲν θὰ τὸν ἔχῃ ποτέ.
Φιφιτσα χαριέντως. — Ἄ, ὅσον γιὰ δροσιάν, μάλιστα.. ἔχετε δίκαιον....
Ὁ Νεοσ Δρελλιασ προσερχόμενος ἐν σπουδῇ. — Ἄ, μὰ κυρία Φιφίτσα, τί μοῦ κάμνετε.... παρ’ ὀλίγον νὰ μὴ χορεύσω τὴν καδρίλλιαν μου.
Φιφιφτσα ἔκπληκτος. — Ποίαν καδρίλλιαν;
Ὁ Νεοσ Δρελλιασ. — Τὴν τετάρτην.... αὐτὴν ποῦ θὰ χορεύσωμεν τώρα....
Φιφιτσα διαμαρτυρομένη. — Ἔχετε λᾶθος, δὲν σᾶς ἔδωσα τὴν τετάρτην, σᾶς ἔδωσα τὴν τρίτην καὶ δὲν ἤλθετε οὔτε κἂν νὰ μὲ ζητήσετε....
Ὁ Νεοσ Δρελλιασ. — Πῶς ἔχω λᾶθος, κυρία μου; ἀφοῦ ἐγὼ δὲν ἐχόρευσα καθόλου ἀπόψε καὶ μίαν μόνην καδρίλλιαν ἐζήτησα.... αὐτὴν τὴν ἰδικήν σας.
Φιφιτσα. — Εἶνε ἀδύνατον.
Ὁ Νεοσ Δρελλιασ δυσθύμως. — Αἴ, μὰ τώρα δὲν ἠξεύρω ἐγώ;
Φιφιτσα. — Πολὺ καλά, δὲν ἐπιμένω, ἂν θέλετε, ἀλλὰ ἦτο ἡ τρίτη καὶ ὄχι ἡ τετάρτη.
Ὁ Νεοσ Δρελλιασ. — Σᾶς δίδω τὸν λόγον τῆς τιμῆς μου, κυρία Φιφίτσα, ὅτι τὴν τετάρτην σᾶς ἐζήτησα καὶ ἔγραψα μόνος μου τὸ ὄνομά μου εἰς τὸ καρνέ σας.... ποῦ εἶναι τὸ καρνέ σας;.. Κυττάξετε καὶ θὰ ἰδῆτε ὅτι ἔχω δίκαιον.
Φιφιτσα ἀναζητοῦσα κατὰ τὴν ἄκραν τοῦ ῥιπιδίου τὴν σχέδην αὐτῆς. — Νά το, ἀλλὰ δὲν βλέπω τίποτε εἰς αὐτὸ τὸ σκότος.
Ὁ Νεοσ Δρελλιασ, ἀνάπτων θειοκηρίδα καὶ πλησιάζων αὐτὴν πρὸς τὴν σχέδην.}} — Ἰδοὺ τὸ ὄνομά μου, Δρέλλιας.
Φιφιτσα παρατηροῦσα ἐν ἐκπλήξει, ἐνῷ ὁ νέος Δρέλλιας βλέπει κρυφίως τὸν Ξανθὸν Νέον. — Ἔχετε δίκαιον.... πῶς ἔκαμα ἐγὼ αὐτὸ τὸ λᾶθος;