λειά μου νὰ κάμνω μεσιτείαις καὶ ξεύρω πῶς θὰ τὰ καταφέρω....
Ὁ κ. Ιωαννησ Μαθιμαλησ. — Μὰ δὲν συλλογίζεσαι ὅτι ὅσον πλούσιος καὶ ἂν εἶνε αὐτὸς ὁ κύριος ἂν δὲν ἔχῃ μεγάλον ὄνομα, δὲν τὸν παίρνει ἡ Φιφίτσα;… δὲν ξεύρεις τώρα τὰς ἰδέας της; αὐτή, ἀφίνω πλέον τοὺς δούκας, ἂν δὲν εὕρῃ ἕναν κόντε τοὐλάχιστον δὲν ὑπανδρεύεται.... Ἐξέχασες τὸ ταξεῖδι ποῦ ἔκαμαν ’ς τὴ Ζάκυνθο νὰ ψαρέψουν κανέναν κόντε;
Ὁ γερων Σκαφαρεντζοσ. — Κολοκύθια! τὶ τὸ θέλει τὸ κοντιλίκι ὅταν ἔχῃ τόσα χρήματα.
Ὁ κ. Ιωαννησ Μαθιμαλησ. — Ἐσὺ βλέπω δὲν τὴν ἐκατάλαβες ἀκόμη τὴ Φιφίτσα.
Ὁ γερων Σκαφαρεντζοσ. — Ὅταν σοῦ λέγω ἐγὼ ὅτι μὲ τὸ σχέδιον ποῦ ἔχω....
Ὁ κ. Ιωαννησ Μαθιμαλησ χασμώμενος. — Σκαφαρέντζε, λὲς ἀνοησίαν, καὶ μοῦ κόβεις καὶ τὸν ὕπνο μου....
Φιφιτσα ἐρειδομένη ἐπὶ τοῦ βραχίονος τοῦ Ξανθοῦ Νέου. — Σᾶς βεβαιῶ ὅτι δὲν ἔχω καμμίαν διάθεσιν νὰ χορεύσω καὶ ἂν θέλετε νὰ καθήσωμεν....
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ. — Δὲν ἐπιθυμεῖτε νὰ κατέλθωμεν εἰς τὸν κῆπον; ἡ ἑσπέρα εἶνε μαγευτική....
Φιφιτσα. — Ὅπως ἀγαπᾶτε....
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ κατερχόμενος τὴν κλίμακα καὶ κρατῶν σφιγκτῶς τὴν Φιφίτσαν. — Προσέξατε μὴ προσολισθήσετε…
Φιφιτσα γελῶσα. — Ναί, ἐδῶ ἐπῆγα νὰ πέσω.... πῶς μ’ ἐκρατήσατε… καὶ δὲν ἠξεύρω πῶς νὰ σᾶς ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνην μου…
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ χαιρετίζων μετ’ ἐπιχαρίτου μειδιάματος. — Ὤ, δεσποινίς!..
Φιφιτσα εἰσερχομένη εἰς ἀτραπὸν ὅπου ὑπάρχει θρανίον. — Καθήμεθα ἐδῶ;
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ. — Ὅ,τι θέλετε, δεσποινὶς, εἶμαι εἰς τὰς διαταγάς σας....
Φιφιτσα καθημένη. — Ἄ, νά, ἀρχίζει τὸ τρίτον βάλς, καὶ χορεύω μὲ τὸν κύριον Δρέλλιαν.... Γνωρίζετε τὸν κύριον Δρέλλιαν;
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ ὑποκλίνων. — Ὄχι, δεσποινίς....
Φιφιτσα ἰδίᾳ. — Τί ἀνόητος ποῦ εἶμαι.... ἀφοῦ ἦλθε χθὲς ἀπὸ τὴν Ἀγγλίαν, πῶς θέλω νὰ τὸν γνωρίζῃ....
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ ἰδίᾳ. — Θεέ μου, Θεέ μου.... δὲν μπορῶ νὰ τὸ πιστέψω, νὰ μὲ ἀγάπησε αὐτὴ ἡ κοπέλλα; πρέπει νὰ μ’ ἀγάπησε γιὰ νὰ μοῦ κάνῃ τόσα....
Φιφιτσα προσποιουμένη ὅτι βλέπει ἀδιαφόρως πρὸς τὴν αἴθουσαν τοῦ χοροῦ