Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 151.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
151

τὴν κανδρίλλιαν.... ἐντρεπόμουν νὰ τὴν ἀφήσω ἀφοῦ τὴν εἶχα ’ς τὸ μπράτσο μου καὶ ἅμα τῆς εἶπα ὅτι δὲν ξέρω κόσμο καὶ ὅτι θέλω πολὺ νὰ χορέψω, ἀμέσως μοῦ τὴν ἔδωσε.... καὶ ἔπειτα τὸ βάλς.... μὰ πολὺ εὐγενής!… τί ἔμμορφα χορεύει.... πετᾷ.... ἔχει μίαν μέση.... ἆ, τί ἔδινα νὰ ἠμπόρεγα νὰ χορεύω πάντοτες μαζὶ της.... ἀλλὰ πῶς νὰ τῆς ζητήσω καὶ ἄλλον χορόν;… Ποία νὰ ἦνε ἆρά γε;.... Δὲν ξέρω καὶ κανέναν ἐδῶ μέσα νὰ μοῦ εἰπῇ τὸ ὄνομά της.... [Μετὰ μικρὸν ἀναστενάξας βαθέως] Δὲν ξέρω τί αἰσθάνομαι, μὰ μοῦ φαίνεται ὅτι θὰ ἔκαμνα τῇς μεγαλείτεραις τρέλλαις γιὰ δαύτην!… Ἄ, τί κάθομαι καὶ συλλογίζομαι.... Εἶμαι ἀνόητος.... χωρὶς νὰ εἰξεύρω ποία εἶνε νὰ κάνω χρυσᾶ ὄνειρα!.... Τί καλὰ ποῦ ἔκανα νὰ ἔλθω εἰς αὐτὸν τὸν χορόν!… Καμμιὰ δὲν εἶνε σὰν καὶ δαύτην ἀπὸ ὅλαις ποῦ εἶνε ἐδῷ.... καμμιά.... Αὐταὶς εἶνε ᾑ ἔμμορφαις τῆς Ἀθήνας;.... ἔλεγα κ’ ἐγὼ πῶς θὰ εὕρω τζοβαΐρια!… Αὐταὶς τῇς βλέπει κανεὶς κάθε ἡμέραν καὶ εἶνε μάλιστα πειὸ ὤμμορφες τὴν ἡμέραν, ἔξω ἀπ’ αὐτήν.... ἆ, αὐτὴ εἶνε ὅ,τι κι’ ἂν πῇς.

γερων Σκαφαρεντζοσ ἐν τῷ κυλικείῳ πρὸς τὸν κ. Ἰωάννην Μαθιμάλην ὅστις τρώγων παγωτὸν χασμᾶται. — Ἔχω τὴν ἰδέαν ὅτι τὸ πρᾶγμα δύναται νὰ τελειώσῃ αἰσίως.

κ. Ιωαννησ Μαθιμαλησ χασμώμενος πάντοτε. — Πόθεν τὸ συμπεραίνεις;

γερων Σκαφαρεντζοσ. — Μὰ ἐσὺ νυστάζεις, ἀδελφέ.

κ. Ιωαννησ Μαθιμαλησ προσπαθῶν νὰ καταστείλῃ τὰ χασμήματα. — Τί νὰ κάμω; εἰμποροῦσα νὰ μὴν ἔλθω ποῦ θὰ μοῦ ἔβγαζαν τὰ μάτια ᾑ κυρίαις πατρωνέσαις; Θέλω νὰ φύγω καὶ μοῦ ἔχουν καρτέρι.... τρώγω κ’ ἐγὼ παγωτὰ γιὰ νὰ μοῦ περάσῃ ὀλίγο ἡ νύστα, μὰ δὲν περνᾷ ὁ διάβολος. Πόθεν λοιπὸν τὸ συμπεραίνεις;

γερων Σκαφαρεντζοσ πίνων τέϊον. — Ἐκεῖ ποῦ ὡμιλοῦσα περὶ αὐτοῦ μὲ τὴν Πατεριάδαινα τὴν χάνω ἀπ’ ἐμπρός μου καὶ τὴν βλέπω νὰ διευθύνεται διὰ τῶν χορευτῶν πρὸς τὴν κόρην της. Ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἔπαυε τὸ βάλς· οἱ δύο νέοι ἀπεχωρίζοντο καὶ ἡ Πατεριάδαινα παίρνει τὴν κόρην της καὶ βγαίνουν γρήγορα γρήγορα εἰς τὸν κῆπον. Ἐννοεῖς ὅτι ἀμέσως μοῦ ἐπέρασε μία τέτοια ἰδέα ἀπὸ τὸ κεφάλι, καὶ ἀπὸ ἁπλῆν περιέργειαν ἐβγῆκα κ’ ἐγὼ εἰς τὸν κῆπον. Δὲν ἠξεύρω τί ἔπαθαν ἀπόψε τὰ γυαλιὰ μου καὶ δὲν βλέπουν καλά, τῇς διέκρινα ὅμως ἀπὸ μακρυὰ ποῦ σὰν νὰ ἔλεγαν κἄτι σπουδαῖον… Ἔπειτα ἀπὸ μίαν στιγμὴν νὰ καὶ ὁ Πατεριάδης.... Τὸν παίρνει, φίλε μου, ἀπὸ τὸ χέρι ἡ γυναῖκά του καὶ οἱ τρεῖς μαζῆ χάνονται πρὸς τὸ βάθος