Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 148.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
148

γερων Σκαφαρεντζοσ θέτων ἐπὶ τῆς ῥινὸς τὸ δίοπτρον καὶ δεικνύων διὰ προεκτάσεως τῆς κεφαλῆς πρὸς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς αἰθούσης. — Ἐκεῖ, ἐκεῖ, αὐτὸς ὁ κύριος ποῦ κρατεῖ εἰς τὸ μπράτσο του αὐτὸ τὸ ὡραῖο κορίτσι....

κυρια Πατεριαδου παρακολουθοῦσα μετὰ πλειοτέρας ἀδημονίας τὴν κίνησιν τῆς κεφαλῆς τοῦ γέροντας Σκαφαρέντζου, ἀνορθοῦσα τὸ σῶμα, κύπτουσα τὴν κεφαλήν, προσπαθοῦσα νὰ δώσῃ ἔξοδον εἰς τὸ βλέμμα της διὰ μέσον τοῦ κενοῦ, ὅπερ σχηματίζεται κατὰ τοὺς λαιμοὺς δύο κυρίων συνομιλούντων καὶ μὴ δυναμένη νὰ ἐννοήσῃ πρὸς τίνα διεύθυνσιν προεκτείνεται ἡ κεφαλὴ τοῦ γέροντος Σκαφαρέντζου. — Ὁ κύριος;.... τὸ κορίτσι;....

γερων Σκαφαρεντζοσ καθαρίζων ἐσπευσμένως τὸ δίοπτρον αὐτοῦ καὶ θέτων πάλιν τοῦτο ἐπὶ τῆς ῥινός. — Ἀλλ’ αὐτὸς χορεύει μὲ τὴν κόρην σου…

κυρια Πατεριαδου αἰσθανομένη βίαιον κλονισμόν, ὅστις τὴν ἀναγκάζει ν’ ἀναπηδήσῃ. — Μὲ τὴν κόρην μου;

γερων Σκαφαρεντζοσ ἐξακολουθῶν νὰ καθαρίζῃ τὸ δίοπτρον αὐτοῦ, ὅπερ θαμβοῦται συνεχῶς ἕνεκα τῆς θερμότητος. — Βεβαίως αὐτὸς εἶνε… αὐτός.

κυρια Πατεριαδου, ἧς ἡ ἀναπνοὴ ἀρχίζει νὰ τέμνηται φέρουσι τὸ ῥιπίδιόν της ἀνοικτὸν πρὸ τοῦ προσώπου καὶ πρὸς τὸν γέροντα Σκαφαρέντζον κλίνουσα. — Αὐτὸς μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιὰ ποῦ τὴν χορεύει τώρα;

γερων Σκαφαρεντζοσ, ὅστις ἠγέρθη ὅπως παρατηρήσῃ καλλίτερα τὸ χορευτικὸν ζεῦγος, ὅπερ κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν διήρχετο πρὸ αὐτῆς βαλλίζον στρεφόμενος πρὸς τὴν κυρίαν Πατεριάδου περιχαρής. — Αὐτὸς εἶνε.... ὅλος κι’ ὅλος!.... [Μὴ βλέπων πλέον τὴν κυρίαν Πατεριάδου] — Μπᾶ, ποῦ ἐπῆγεν; ἔφυγεν;..

νεος Δρελλιασ. — Ποιός;

γερων Σκαφαρεντζοσ. — Ἡ κυρία Πατεριάδου, τὴν εἶδες;

νεοσ Δρελλιασ. — Ναί, ἀπ’ ἐδῶ ἐπῆγε....

γερων Σκαφαρεντζοσ. — Τί ἔχεις ἐσὺ καὶ εἶσαι κατσούφης;

νεοσ Δρελλιασ. — Ὤχ, ἀδελφέ, δὲ μ’ ἀφίνεις καὶ σὺ μὲ τὸν χορόν σας.... ἔχασα τὸ μπεζίκ μου ἀπόψε....

γερων Σκαφαρεντζοσ. — Κάμνεις Λαύρεια;

νεοσ Δρελλιασ. — Κάμνω μία παρτίδα μπεζὶκ κἂν θέλῃς....

γερων Σκαφαρεντζοσ. — Καὶ ποῦ νὰ εὕρωμε χαρτιά;

νεοσ Δρελλιασ ἀπομακρυνόμενος αὐτοῦ. — Αἴ, ξεφόρτωνέ με τότε....

κυρια Πατεριαδου εἰσφρήσασα εἰς τὸν ὅμιλον τῶν χορευτῶν, οἵτινες ἵσταντο κύκλῳ τῆς αἰθούσης, ἰδίᾳ. — Νὰ εἶχεν αὐτὴν τὴν τύχην ἡ Φιφίτσα μου!… [Παρακολουθοῦσα τὸ χορευτικὸν ζεῦγος μετ’ αὐξούσης ὁλονὲν ἀδημονίας] Καὶ, τί ὡραῖα χορεύει μαζῆ της.... ταιριασμένοι!.... Ποῦ νὰ εἶνε ὁ πατέρας της νὰ τὴν ἰδῇ.... Ἄχ, κρῖμα ὅτι ἔπαυσε τὸ βάλς.... Μπᾶ, διατὶ τὸν ἀφίνει ἔτσι μὲς τὴ μέση.... τί ὡραῖα ποῦ τὴν ἐχαιρέτισεν αὐτὸς!.... Ηὗρε μίαν φίλην της