Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 127.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
356

— Πολὺ λυποῦμαι νὰ σὲ βλέπω μετανοημένον, ἀλλὰ συμβουλὴν βεβαίως ἐγὼ δὲν σοῦ ἔδωκα.

— Δὲν μὲ συνεβούλευσες νὰ κάμω ὅ,τι μοῦ εἰπῇ ἡ καμπάνα;

— Τοῦτο, ναί, σοῦ τὸ εἶπα.

— Λοιπὸν ἡ καμπάνα μοῦ εἶπε νὰ τὴν πάρω. Τὴν ἐπῆρα καὶ τὴν ἔπαθα.

— Δὲν πιστεύω νὰ πταίῃ ἡ καμπάνα. Δὲν θὰ τὴν ἤκουσες καλά.

— Πῶς δὲν τὴν ἤκουσα; Μοῦ ἐφώναζε: νὰ τὴν πάρῃς, νὰ τὴν πάρης!

— Πολὺ τὸ ἀμφιβάλλω. Πήγαινε νὰ τὴν ἀκούσῃς καλὰ καὶ ἔπειτα ἔρχου νὰ μοῦ παραπονῆσαι.

Ἀνεχώρησε στενοχωρημένος ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐπέστρεφε περίλυπος εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἡ ἐκκλησία ἦτο εἰς τὸν δρόμον του, ἡ δὲ ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ ἐπλησίαζεν. Ἦτο βέβαιος ὅτι εἶχεν ἀκούσει ἐξαίρετα πρὸ ἑνὸς ἔτους τὴν φωνὴν τῆς καμπάνας λέγουσαν: «νὰ τὴν πάρῃς.» Ἠθέλησεν ὅμως νὰ βεβαιωθῇ καὶ πάλιν, διότι τὸν εἶχε σκανδαλίσει ὁ δισταγμός, τὸν ὁποῖον ἐξέφρασε περὶ τούτου ὁ φίλος του.

— Ἀρχίζει νὰ σημαίνῃ, Τίγκ, τίγκ!… Περίεργον! Τὸ λέγει καθαρὰ ἡ καμπάνα. Νὰ μὴ τὴν πάρῃς, τίγκ, τίγκ, νὰ μὴ τὴν πάρῃς, μή, μή, νὰ μὴ τὴν πάρῃς!

Ὁ ἄθλιος ἤκουε καὶ ἐσυλλογίζετο: Μὴ δὲν ἤκουσε τῷ ὄντι καλὰ πέρυσιν; ἢ μήπως καὶ πέρυσιν καὶ ἐφέτος ἡ καμπάνα ἄλλο δὲν ἔλεγε παρεκτὸς ὅ,τι αὐτὸς ἐπεθύμει;

— Τί μοῦ πταίει ὁ φίλός μου, ἔλεγεν ἀναχωρῶν. Ἀνόητος ἐγὼ ν’ ἀκούσω πέρυσι τὴν συμβουλὴν τῆς καμπάνας.

(Ἐκ Παρισίων)

Δ. Βικελασ