— Πολὺ λυποῦμαι νὰ σὲ βλέπω μετανοημένον, ἀλλὰ συμβουλὴν βεβαίως ἐγὼ δὲν σοῦ ἔδωκα.
— Δὲν μὲ συνεβούλευσες νὰ κάμω ὅ,τι μοῦ εἰπῇ ἡ καμπάνα;
— Τοῦτο, ναί, σοῦ τὸ εἶπα.
— Λοιπὸν ἡ καμπάνα μοῦ εἶπε νὰ τὴν πάρω. Τὴν ἐπῆρα καὶ τὴν ἔπαθα.
— Δὲν πιστεύω νὰ πταίῃ ἡ καμπάνα. Δὲν θὰ τὴν ἤκουσες καλά.
— Πῶς δὲν τὴν ἤκουσα; Μοῦ ἐφώναζε: νὰ τὴν πάρῃς, νὰ τὴν πάρης!
— Πολὺ τὸ ἀμφιβάλλω. Πήγαινε νὰ τὴν ἀκούσῃς καλὰ καὶ ἔπειτα ἔρχου νὰ μοῦ παραπονῆσαι.
Ἀνεχώρησε στενοχωρημένος ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐπέστρεφε περίλυπος εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἡ ἐκκλησία ἦτο εἰς τὸν δρόμον του, ἡ δὲ ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ ἐπλησίαζεν. Ἦτο βέβαιος ὅτι εἶχεν ἀκούσει ἐξαίρετα πρὸ ἑνὸς ἔτους τὴν φωνὴν τῆς καμπάνας λέγουσαν: «νὰ τὴν πάρῃς.» Ἠθέλησεν ὅμως νὰ βεβαιωθῇ καὶ πάλιν, διότι τὸν εἶχε σκανδαλίσει ὁ δισταγμός, τὸν ὁποῖον ἐξέφρασε περὶ τούτου ὁ φίλος του.
— Ἀρχίζει νὰ σημαίνῃ, Τίγκ, τίγκ!… Περίεργον! Τὸ λέγει καθαρὰ ἡ καμπάνα. Νὰ μὴ τὴν πάρῃς, τίγκ, τίγκ, νὰ μὴ τὴν πάρῃς, μή, μή, νὰ μὴ τὴν πάρῃς!
Ὁ ἄθλιος ἤκουε καὶ ἐσυλλογίζετο: Μὴ δὲν ἤκουσε τῷ ὄντι καλὰ πέρυσιν; ἢ μήπως καὶ πέρυσιν καὶ ἐφέτος ἡ καμπάνα ἄλλο δὲν ἔλεγε παρεκτὸς ὅ,τι αὐτὸς ἐπεθύμει;
— Τί μοῦ πταίει ὁ φίλός μου, ἔλεγεν ἀναχωρῶν. Ἀνόητος ἐγὼ ν’ ἀκούσω πέρυσι τὴν συμβουλὴν τῆς καμπάνας.
- (Ἐκ Παρισίων)
Δ. Βικελασ