Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 042.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
42

Τ’ ἀηδόνια ἐτραγουδούσανε τὴ Ρόζα,
Κ’ ἐσφύριζαν ἐμένα τὰ κοτσύφια.

Ἡ Ρόζα ὁλόρθη ἀπάνου ’ς τὸ κορμί της
Ἐσήκωσε τρεμουλιαστὸ ὡραῖο χέρι,
Τὸ σήκωσε νὰ κόψῃ ἕνα μοῦρο·
Καὶ δὲν τὸ εἶδα τὸ λευκό της χέρι.

Ἕνα ρυάκι ὁλόδροσο βαθὺ
’Σ τή βελουδένια χλόη κυλοῦσε
Κ’ ἡ φύσις ἡ ἐρωτικὴ κοιμῶταν
Μέσ’ τὸ μεγάλο τὸ βαρύκοο δάσος.

Ἡ Ρόζα λύνει τὰ ὑποδήματά της
Καὶ μὲ τῆς ἀθωότητες τὸν ἀέρα
Βάζει τὸ πόδι της μέσ’ τὸ νερό·
Καὶ δὲν τὸ εἶδα τὸ γυμνὸ της πόδι.

Δὲν ἤξευρα τί νὰ τῆς ’πῶ,
Μέσα ’ς τὸ δάσος τὴν ἀκολουθοῦσα,
Πότε τὴν ἔβλεπα ν’ ἀναστενάζῃ,
Καὶ πότε νὰ χαμογελᾷ.

Δὲν εἶδα πόσον ἦταν εὔμορφη
Παρὰ ὅταν βγήκαμεν ἀπ’ τὸ βαρύκοο δάσος,
«Ἂς εἶνε· ξεχασμένα πιά…» μοῦ λέει·
Καὶ ἀπὸ τότε ὅλα τὰ συλλογίζομαι.

Τὸ ποίημα εἶνε τόσον ὡραῖον· ἀπὸ τὰ περιεχόμενα μέσα εἰς τοὺς δύο ἐκείνους τόμους δὲν ἐνθυμοῦμαι νὰ μοῦ ἐπροξένησεν ἄλλο γλυκυτέραν ἐντύπωσιν, καὶ ὅμως ἡ λύρα τοῦ Οὑγκὼ περιέχει τόνους πολὺ πλέον βαθεῖς