Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 395.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
395

Εὐθὺς ὡς ἐτελείωσε τὴν τελευταίαν λέξιν ἐπανέλαβε τὴν ἐπίθεσιν ὁ ἀκαταπόνητος ἐραστής, ἀλλὰ τὴν φορὰν ταύτην διὰ χειραψιῶν. Ἡ σκληρὰ κόρη ἀντέταξε τὰ αὐτὰ ὅπλα καὶ ἰσχυρὰς φωνάς.

Ἐπὶ τέλους ἀνοίγεται ἡ θύρα καὶ φαίνεται ἡ αὐστηρὰ φυσιογνωμία τοῦ εὐσώμου πατρὸς τῆς πολιορκηθείσης νεάνιδος.

— Μιὰ ὥρα ἔχω, βρωμόπαιδο, ποῦ σὲ ἀκούω νὰ βασανίζῃς τὸ κορίτσι μου, ἀλλὰ ’περίμενα νὰ ἰδῶ ποῦ θὰ φθάσῃς… εἶπεν ἐξηγριωμένος. Αὐτὴ ἡ γραμματικὴ μὲ τὴν ὁποίαν ἔκαμες τὴν ἀνακάλυψιν εἶνε παλαιὰ ἔκδοσις. Ἡ ἰδική μου λέγει, ὅτι «δύο ἀρνήσεις κάνουν… ἕνα ξυλοκόπημα» καὶ ἰδοὺ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ κανόνος.

Ἠκούσθη μεγάλη ταραχὴ ἐν τῷ δωματίῳ. Ὁ ἐρωτύλος νεανίσκος ἐξῆλθεν αὐτοῦ τρέχων βιαίως καὶ διωκόμενος ὑπὸ τοῦ κακοῦ του δαίμονος. Ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς Ἑλένης ἔρρευσαν δύο δάκρυα ὡς μαργαρῖται, ὅταν δὲ ἤρχισε νὰ διευθετῇ τὰ πράγματα καὶ τὰ βιβλία, ἔρριψε τὰ βλέμματά της ἐπὶ τῆς γραμματικῆς καὶ τὸ κατηραμένον αὐτὸ βιβλίον εἰς δύο του σελίδας ἐπεδείκνυε προπετῶς τὸ ρῆμα.... «τύπτω».

Εὐάγγελος Κουσουλάκος