Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 381.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
381

τῶν τροχῶν τῆς ἁμάξης, κυλιομένων ἐπὶ τῆς λεωφόρου τῶν κυπαρίσσων.

Δὲν λησμονεῖται κανὲν πρᾶγμα εὐκολώτερον εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον ὅσον ὁ θάνατος ἑνὸς ταφέντος, καὶ μεταξὺ ἐκείνων οἵτινες ἐπιστρέφουσιν ἐκ τοῦ νεκροταφείου δὲν ὑπῆρξε κανεὶς ὅστις νὰ ὡμίλησε ποτὲ καθ’ ὁδὸν περὶ τοῦ νεκροῦ τὸν ὁποῖον ἔθαψε πρὸ ὀλίγου.

Εἴχομεν προχωρήσει ἀρκετά. Ἡ ἅμαξά μας ἀναμιχθεῖσα μεταξὺ τοῦ πλήθους τῶν περιπατητῶν μὲ ἔκαμε ν’ ἁποβάλω ὀλίγον κατ’ ὀλίγον τὰς πενθίμους σκέψεις. Ἐστράφην πρὸς τὸν φίλον μου καὶ τότε μόλις ἐτόλμησα νὰ τὸν ἐρωτήσω περὶ τοῦ νεκροῦ:

— Ἦτο θεῖος σας;

— Ὄχι, μοὶ ἀπεκρίθη.

— Ἐξάδελφός σας;

— Οὔτε.

— Φίλος σας λοιπόν;

— Δὲν τὸν γνωρίζω, μοὶ ἀπεκρίθη ἀφελῶς ὁ παράδοξος φίλος μου.

Ἦτο ἡ πρώτη φορὰ καθ’ ἣν ᾐσθάνθην τὴν ἀνάγκην νὰ κλαύσω καὶ ἐγὼ διὰ λογαριασμὸν ἄλλου.

Ἀθῆναι, 10 Σεπτεμβρίου 1889

Δ. Οἰκ. Καλαποθάκης


ΕΔΩ Κ’ ΕΚΕΙ

— Μπᾶ! ἀκόμα φορεῖτε μαῦρα ἀφοῦ εἶνε ἕνας χρόνος ποῦ ’πέθανεν ὁ σύζυγός σας;

— Τὰ φορῶ, γιατὶ ὁ κόσμος ’μπορεῖ νὰ ξεχάσῃ πῶς εἶμαι χήρα.

Ἐν ὥρα κυνηγίου.

— Γιατί δὲν τοῦ ῥίχνεις, κὺρ Γιάννη; νά τος ὁ λαγός, ’μπροστά σου πηδάει.

— Ξεύρεις; μοῦ ἔμεινε μόνον μιὰ ῥιξιὰ καὶ τὴν φυλάω γιὰ κάθε ἐνδεχόμενον…