Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 379.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΜΙΑ ΚΗΔΕΙΑ

Ο φίλος μου Μαστορίδης ἦτο λαμπρὸς ἄνθρωπος. Τὰ προτερήματά του ἦσαν πάμπολλα. Ὅλοι τὸν ἠγάπων, ὅλοι τὸν ὑπελήπτοντο· καὶ ἐὰν δὲν ἐγένετο ποτὲ βουλευτὴς ὑποθέτω ὅτι τὸ ἔπαθε διότι δὲν ἐξέθηκε ποτέ του κάλπην. Μεταξὺ ὅμως τῶν διαφόρων προτερημάτων του εἶχε καὶ ἓν παράδοξον ἐλάττωμα τοῦ νὰ λυπῆται αἰωνίως διὰ τὰ ξένα δεινά. Μεταξὺ ἐχθρῶν καὶ φίλων ὡς πρὸς τὸ κεφάλαιον τοῦτο δὲν ἔκαμνε καμμίαν διάκρισιν. Καὶ τὸ δυστύχημα τοῦ ἑνὸς καὶ τὸ πάθημα τοῦ ἄλλου καὶ ἡ ἀσθένεια τοῦ πατρὸς καὶ τὸ ὀλίσθημα τῆς κόρης, ἦσαν δι’ αὐτὸν ἀνεξάντλητοι πηγαὶ δακρύων. Ὁπόταν δὲ ἡ εὐαισθησία του δὲν εὕρισκεν ἀφορμὴν ἐκδηλώσεως ἐν τῷ πραγματικῷ βίῳ, κατέφευγε μετὰ πάθους εἰς τὰ βιβλία. Δὲν ὑπῆρξεν ἥρως τὸν ὁποῖον νὰ μὴν εἶχε κλαύσῃ, δὲν εὑρίσκετο μάρτυς τὸν ὁποῖον νὰ μὴ εἶχε θρηνήσῃ. Ἀπὸ τοῦ Ἄβελ τὸν ὁποῖον ἐφόνευσεν ὁ ἀδελφός του μέχρι τοῦ Ναβουχοδονόσορος ὁ ὁποῖος συνέζησε μὲ τὰ ἄγρια θηρία καὶ ἀπὸ τοῦ Αἰσώπου, τὸν ὁποῖον οἱ Δελφοὶ ἐκρήμνισαν ἀπὸ τοῦ βράχου, μέχρι τοῦ Σωκράτους τὸν ὁποῖον οἱ Ἀθηναῖοι ἐπότισαν τὸ κώνειον, ὅλοι εἶχον λάβει τὴν ἀνάλογον μερίδα τῶν δακρύων του. Ὑποθέτω δὲ ὅτι, κατ’ ἀναλογίαν, διὰ τὰ νήπια τὰ σφαγέντα ἐν τῇ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας θὰ εἶχε χύσει ποταμοὺς δακρύων. Ἡ προθυμία μεθ’ ἧς ἐλυπεῖτο διὰ τὰ ξένα δεινὰ καὶ ἡ εὐαισθησία μεθ’ ἧς ἔχυνε τὰ δάκρυα ἦτο ἀπαραδειγμάτιστος. Ἔκλαιε διὰ τὴν χήραν, ἔκλαιε διὰ τὸ ὀρφανόν, ἔκλαιε διὰ τὸν τυφλόν, ἔκλαιε διὰ τὴν ἁμαρτωλήν, ἔκλαιε διὰ τοὺς ζωντανούς, ἔκλαιε διὰ τοὺς ἀποθαμμένους, ἔκλαιε τέλος πάν-