— Ὤχ! ἀδελφή, μήπως εἶσαι ὑποχρεωμένη νὰ ἀγοράσῃς; Πᾶμε νὰ ξεσκάσωμε καὶ λίγο διότι σήμερα δὲν ἐβγῆκα διόλου ἀπὸ τὸ σπῆτι καὶ ἔπληξα!…
Καὶ οὕτω προεξοφλεῖται ἡ αὔριον. Ἡ κυρία, ἡ μεγαλειτέρα της κόρη, ἡ ἐξαδέλφη της, ἡ φίλη τῆς ἀνδραδέλφης της, ἡ γειτόνισσα καὶ δὲν ἠξεύρω ποία ἄλλη ἀκόμη, στρατολογοῦνται ἀφ’ ἑσπέρας, ἀνταλλάσσουν μηνύματα καὶ γραπτὰς συνεννοήσεις,
καὶ τὴν ἑπομένην ὄρθρου βαθέος ξεκινοῦν σὺν Θεῷ διὰ τὰ ἐμπορικά!
Καὶ δὲν εἶνε μόνον ζήτημα καλαισθησίας ἡ ἐκστρατεία των αὕτη· ὑπάρχουσιν καὶ ἄλλοι λόγοι ἐπίσης σπουδαῖοι. Ἡ κυρία ἐλπίζει νὰ συναντήσῃ τόσας ἄλλας φίλας μὲ τὰς ὁποίας ἔχουν νὰ εἴπουν τόσα καὶ τόσα. Ἡ κόρη της ἠμπορεῖ νὰ ἀγοράσῃ ὀλίγον ῥούς, ἀλλ’ εἰμπορεῖ πιθανώτερον καὶ νὰ συναντήσῃ καθ’ ὁδὸν τὸν κομψὸν ἐκεῖνον ἀνθυπολοχαγόν, ὅςτις τῇ ἐψιθύρισε