Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 345.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
345

βηρίας καὶ φέροντος στολὴν ἐν καιρῷ χειμῶνος μετ’ ἐπενδύτου μακροτάτου καὶ βαρυτάτου.

— Μωρὲ ἀδελφέ, τῷ εἶπεν, τί ζέστη ἤτανε αὐτὴ σήμερα;

— Ἀμ’ τὶ νὰ πῶ ἐγὼ ὁ κακομοίρης ποῦ στάζω… μοὶ ἀπήντησε στένων ὁ δυστυχής… δὲν βλέπεις τί φορῶ… πῶ! πῶ! πῶ! κοντεύω νὰ σκάσω… τὶ διάβολο τοὖρθε κι’ αὐτουνοῦ (καὶ ἐπρόφερε τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέως) νὰ βάλῃ μέσα ’ς τὸ δρᾶμα Ῥῶσσο στρατηγό… Καὶ σάματις κάνω καὶ τίποτε… μονάχα ποῦ ντύνομαι καὶ λέω δυὸ λέξεις ’ς τὴν πρώτη καὶ ’ς τὴν τελευταία πρᾶξι… φαντάσου λοιπὸν τί τραβῶ… Οὔφ!

Καὶ ἐξηκολούθει νὰ μοὶ ὁμιλῇ, ἐνδυόμενος καὶ προσέχων συγχρόνως εἰς τὸ δρᾶμα ἀπὸ τῆς θέσεώς του.

Αἴφνης μετά τινας στιγμὰς τὸν βλέπω σπασμωδικῶς στρέφοντα τὴν κεφαλὴν καὶ ἀναζητοῦντα τὸ ξίφος του.

— Τὸ σπαθί μου… μωρὲ τὸ σπαθί μου… ποῦ ’ς τὸ διάβολο εἶνε… ἆ, νά το… ὄχι… δὲν εἶνε αὐτό… Βρὲ Κωστῆ… Διονύση… ποῦ εἶνε τὸ σπαθί μου, μωρὲ σκυλιά;… Τὸ σπαθί, μωρὲ Κωστῆ…

Ἡ σκηνὴ καθ’ ἣν ἐπρόκειτο νὰ λάβῃ μέρος ἐπλησίαζεν, ἠκούετο δὲ ἐν τῇ σκηνῇ ὁ διάλογος:

— «Λοιπὸν πρέπει νὰ μάθῃς ὅτι θὰ σὲ φονεύσω....»

Ἔσωθεν δὲ ἡ φωνὴ τοῦ ἠθοποιοῦ·

— «Φέρτε μου τὸ κασκέττο γρήγωρα…»

Ἐν τῇ σκηνῇ·

— «Ποῦ εἶνε ὁ ἀξιωματικός; ποῦ εἶνε ὁ στρατηγὸς τῆς Ῥωσσίας; ὁ Καραγιαννὼφ Ἰβάν; αἴ;…»

Ἔσωθεν δέ:

— «Νὰ πάρῃ ὁ διάβολος τὸν πατέρα σου… βρὲ ξεκουτιάρη Κωστῆ… κακοχρονονάχεις… παλῃάνθρωπε… ποῦ τὤβαλες, βρὲ χαμάλη, τὸ σπαθί μου;…»

Ἐπὶ τέλους τὸ ξίφος εὑρέθη καὶ ὁ στρατηγὸς εἰσέρχεται εἰς τὴν σκηνήν, καθ’ ἣν στιγμὴν ἐξέρχεται μελανείμων κυρία δυκρυρροοῦσα καὶ ἀποτεινομένη πρὸς ἐμὲ ἱστάμενον πλησίον τῶν παρασκηνίων:

— «Μὰ τί τὰ θέλεις… κατήντησε πλέον αὐτὸς ὁ ὑποβολεὺς ἀνυπόφορος… δὲν ἀκούεται καθόλου… ὁ παλῃάνθρωπος ἀλήθεια κι’ ἀπαλήθεια… ἔτσι μοὔρθε νὰ τοῦ δώσω μιὰ κλωτσιὰ ’ς τὰ μοῦτρα…»

Καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ καμαρίνι της μανιώδης ἐξ ὀργῆς.

Αἴφνης πυροβολισμὸς ἐν τῇ σκηνῇ.

Ἐπὶ τῶν ἀντιθέτων πρὸς ἐμὲ παρασκηνίων τρεῖς ἄλλοι ἠθοποιοὶ χαριτολογοῦντες καὶ ψιθυρίζοντες: