Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 299.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
299

ἔχασε, γιατί αὐτὸ θὰ ἦνε το παράπονό της, ὅπου δὲν θέλει νὰ προβάλῃ, νὰ τῆς πῇς ἀκόμη ὅτι ἂν ἐξακολουθήσῃ νὰ μὴ βγαίνῃ, νὰ μὴ τὴν βλέπω, θ’ ἀποθάνω ἀπὸ τὸν πόνο μου.»

Καὶ ταῦτα λέγων ἐνηγκαλίζετο τον φίλον του τρέμων, καὶ μὲ τὰ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τὸν παρεκάλει…

Τὴν ἰδίαν ἐκείνην στιγμὴν ἀκριβῶς οἱ κώδωνες τῆς γειτονικῆς ἐκκλησίας ἔκρουον πενθίμως οἱονεὶ ἀποχαιρετίζοντες διὰ τελευταίαν φορὰν τὸ κηδευόμενον σῶμα τῆς ἀτυχοῦς Σμαράγδως.

Ὁ ταλαίπωρος Νικόλας ὁ ἐπιστήθιος φίλος δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατηθῇ· ἔκλινε τὴν κεφαλὴν εἰς τὸ στῆθος τοῦ φίλου του καὶ ἀνελύθη εἰς δάκρυα.

— Ὑπομονὴ Γεώργη μου, πρέπει νὰ σοῦ τὸ πῶ, γραφτό της ἦταν, ἡ κακότυχη Σμαράγδω σου ἀπέθανε....

— Ἀπέθανε; ἀπέθανε; ἡ Σμαράγδω μου εἶπες; ἄχ!»

Μία σπαραξικάρδιος κραυγὴ ἐξῆλθε τοῦ στήθους του, δι’ ὑπερανθρώπου δυνάμεως ἐξέφυγε ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ φίλου του, ἔφθασε ὡς ἐξηγριωμένη λέαινα μέχρι τῆς μεγάλης θύρας τοῦ στρατῶνος, καὶ ὡς κεραυνόπληκτος ἔπεσε λιπόθυμος ἐπὶ τοῦ ἐδάφους. Δύο νοσοκόμοι καὶ ὁ φίλος του τὸν μετέφερον εἰς μίαν αἴθουσαν τοῦ νοσοκομείου ἀναίσθητον, καὶ τῷ παρέσχον τὰς δεούσας περιθάλψεις, ὅταν δὲ ἀνέλαβε καὶ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμούς του, εἶπε μὲ ἀσθενῆ καὶ διακεκομμένην φωνὴν εἰς τὸν φίλον του.

— «Νικόλα, μὴ φύγης· ἔχω ἀνάγκην νὰ σοῦ πῶ…»

Οἱ δύο φίλοι ἔμειναν μόνοι ἐν τῇ αἰθούσῃ· πρῶτος ὁ Γεώργιος διέκοψε τὴν σιωπήν. Ὑπεκρίθη γενναιότητα εἰς τὸν φίλον του, ὑπομονὴν καὶ σθένος ψυχῆς, ἠθέλησε νὰ μάθῃ λεπτομερῶς τὰ καθέκαστα τοῦ θανάτου της ἅτινα καὶ ἠκροάσθη ψυχρὸς καὶ ἄφωνος, συστρέφων μόνον ἑκάστοτε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ συσπῶν τὰ κάτωχρα χείλη του.

Ἡ αἰφνιδία αὕτη μεταβολὴ ἐφάνη παράδοξος εἰς τὸν φίλον του, ἀλλὰ μόνος του ἔσπευσε νὰ διασκεδάσῃ πᾶσαν τυχὸν ὑπόνοιαν, λέγων:

«Πρέπει νἄχω ὑπομονὴ εἰς τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα» καὶ ἐστήριξε τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῆς παλάμης σύννους καὶ ἄφωνος!

Τὴν ἐπαύριον, ἐνῷ οἱ στρατιῶται ἐξετέλουν γυμνάσια τάγματος ἐν τῇ μεγάλῃ πλατείᾳ τῆς πόλεως, καὶ ὁ στρατὼν σχε-