Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 298.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
298

Ὅταν οἱ γείτονες τὴν ἀνήγειραν νεκρὰν πλέον ὅπως τὴν μεταφέρωσιν εἰς τὴν οἰκίαν, περιέδεσαν τὴν αἱμόφυρτον καὶ φρικωδῶς συντετριμμένην κεφαλήν της διὰ τοῦ ἐκ μετάξης κιτρίνου ἐκείνου μανδηλίου, ὅπερ ἔφερεν εἰσέτι εἰς τὸν λαιμόν της.

Ὁ ἀτυχὴς Γεώργιος τίποτε δὲν ἐννόησε. Κατὰ τύχην καθ’ ἣν στιγμὴν τὸ ἀπαίσιν γεγονὸς συνέβαινεν, εἶχε τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὰ κάτω ἐστραμμένους, δύο δὲ φίλοι καὶ συστρατιῶται του οἵτινες καὶ ἐγνώριζον τὸ μυστικὸν του καίτοι ἔμαθον τὸ δυστύχημα τὸ ἀπέκρυψαν εἰς αὐτόν. Ἐκεῖνος τὴν περιέμενεν νὰ τὴν ἴδῃ εἰς τὸ παράθυρον ἐνῷ ἐκείνη τὸν ἐπρόσμενεν εἰς τὸν οὐρανόν. Ὅλην ἐκείνην τὴν ἡμέραν παρεπονεῖτο κατ’ αὐτῆς, διότι μόνον ἐπὶ στιγμὴν ἐνεφανίσθη εἰς τὸ παράθυρον.

— Μὲ μιᾶς ἐχάθη ἀπὸ τὰ μάτια μου — ἔλεγεν — διατί λοιπὸν νὰ μὴ ’βγαίνῃ ἀφοῦ ἔχει τόσον καιρὸ νὰ μὲ ἰδῇ καὶ νὰ τὴν ἰδῶ;»

Ἤθελε νὰ τὴν δικαιολογήσῃ ἀλλὰ δὲν εὕρισκε ἰσχυροὺς πρὸς τοῦτο λόγους· τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἡ ἀγωνία του ἔφθασε πλέον εἰς τὸ κατακόρυφον.

— «Κλεισμένο τὸ παράθυρό της; καὶ διατί; ὤ αὐτὸ εἶναι φρικτὸ πρᾶγμα, αὐτὴ εἶναι σκληρότης χειροτέρα ἀπὸ τὸ θάνατο………»

Καὶ ὅλοι τοῦ ἔκρυπτον τὸ φοβερὸν μυστικόν.

Ἐσκέφθη νὰ ὑπάγῃ μέχρι τῆς οἰκίας της· ἐδοκίμασε μάλιστα, ἀλλ’ οἱ τρέμοντες ἐκ τῆς ἀσθενείας πόδες του ἠρνήθησαν αὐτῷ τὴν χάριν.

Ἐκάλεσεν ἕνα τῶν πιστοτέρων φίλων του καί:

«Νικόλα — τῷ εἶπε — μίαν χάριν ζητῶ ἀπὸ ἐσέ, ἀλλὰ δὲν θὰ μοῦ τὴν ἀρνηθῇς.»

Ὁ δυστυχὴς Νικόλας ὠχρίασεν, ἐννόησε περί τινος ἐπρόκειτο……

«Λέγε, φθάνει νὰ εἰμπορῶ, ξέρεις πόσο σὲ ἀγαπῶ καὶ εἶναι περιττὸν νὰ μὲ παρακαλῇς.

— Εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ· ἀλλὰ τὴ χάρι αὐτὴ δὲν θὰ σ’ τὴν λησμονήσω, θέλω νὰ πᾷς μὲ κάθε τρόπο ’ς τὴν Σμαράγδω καὶ νὰ τῆς πῇς ἀπὸ μέρους μου, ὅτι μὲ ἔχει νὰ τρελλαθῶ μὲ τὸν τρόπο της, νὰ τῆς πῇς ὁ Γιώργης μοὖπε: αὐτοὶ εἶνε οἱ ὅρκοι σου; θέλω νὰ μάθῃς ἀπὸ αὐτὴ τί τῆς ἔκαμα καὶ ἐχάθηκε· νὰ τῆς πῇς ὅτι ἤμουν ἀσθενὴς καὶ αὐτὴ ἦτον ἡ αἰτία ὅπου μὲ