Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 297.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
297

τρεπε τὴν ἔξοδον ἐκ τοῦ νοσοκομείου. Ἡ χαρά της ὑπῆρξεν ἀπερίγραπτος, ἐνόμιζεν ὅτι τὸν ἔβλεπεν εἰς τὸ ἀγαπητὸν προαύλιον τοῦ στρατῶνος, ὠχρὸν καταβεβλημένον, ἀλλὰ τέλος πάντων ὑγιᾶ.

Κατ’ οὐδένα λόγον δὲν ἐνόει νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ παράθυρον ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ ὁποίου ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν θὰ τὸν ἔβλεπεν μετὰ δωδεκαήμερον χωρισμόν. Τὰς ἐργασίας της ἐξετέλει ἤδη μετὰ καταπληκτικῆς ταχύτητος καὶ τοῦτο ἵνα ἐπανέλθῃ εἰς τὸ ἀγαπητὸν παράθυρόν της.

Αἴφνης, ἐνῷ εὑρίσκετο ἐπὶ τοῦ παραθύρου ἔχουσα τὰ βλέμματα προσηλωμένα εἰς τὴν ἐν τῷ προαυλίῳ τοῦ στρατῶνος θύραν, διακρίνει τὸν Γεώργιον… Ἐγείρεται, ὑψόνει τὰς χεῖρας θέλουσα καὶ μακρόθεν νὰ τὸν χαιρετήσῃ· θέλει νὰ φωνάξῃ, νὰ τὸν κράξῃ, ἀλλ’ ἡ βιαία πνοή της δὲν τὴν ἀφίνει, τὰ δάκρυα τῆς χαρᾶς πλημμυροῦσιν καὶ σκοτίζουσι τοὺς ὀφθαλμούς της, γονατίζει ἀσυνειδήτως ἐπὶ τοῦ χαμηλοῦ βάθρου τοῦ παραθύρου, ἐκτείνει τὰς χεῖρας της εἰς τὸ κενὸν ὡς νὰ ἦτο πλησίον της ἐκεῖνος, διὰ νὰ τὴν ἐναγκαλισθῇ.... ἀλλ’ οἴμοι! τὸ εὔχαρι σῶμα κλίνει μοιραίως πρὸς τὰ ἐμπρός, χάνει τὴν ἰσορροπίαν καὶ πίπτει… πίπτει… ἐκ τοῦ μεγάλου ἐκείνου ὕψους, ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου τῆς ὁδοῦ, ἵνα μὴ ἐγερθῇ πλέον.

Ὁ φρικώδης δοῦπος ἀντήχησεν ἀπαισίως εἰς τὸν ἀέρα καὶ τίποτε πλέον........

Δύσμοιρος κόρη, τίς θὰ ἠδύνατο ποτὲ νὰ μαντεύσῃ ὅτι τοιοῦτον ἐπεφυλάσσετο εἰς σὲ τέλος;

Ὑπέφερες, ἐστέναξες, ἔκλαυσες, διῆλθες ἡμέρας ἀγωνιῶν καὶ πόνων καὶ καθ’ ἣν στιγμὴν ἐνόμισες ὅτι ἡ τύχη ἤρχισε νὰ σοὶ προσμειδιᾷ, καθ’ ἣν στιγμὴν ἔτεινες τὰς χεῖρας ἵνα συλλάβῃς τὴν μάγον εὐτυχίαν, σκληρὰ μοῖρα σὲ ὤθησε καὶ ἔπεσες, ἔπεσες εἰς τὸν τάφον!

Οἴμοι οὕτω πίπτουσιν εἰς τὸ χάος ἐκ τοῦ ὕψους, εἰς ὃ ἀνέρχονται πᾶσαι αἱ εὐγενεῖς ὑπάρξεις!

Ἡ πτῶσις σου, ταλαίπωρος κόρη εἶνε ἡ ἀλληγορικὴ εἰκὼν τοῦ βίου μας. Ὑψούμεθα, ἐκτείνομεν τὰς χεῖρας, ἵνα συλλάβωμεν τὴν ποθουμένην εὐτυχίαν, καὶ πίπτομεν, πίπτομεν, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον εἰς τὸ χάος!..........