Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 295.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
295

ἐφαντάσθησαν τὰς διασκεδάσεις των κατὰ τὰς ἑορτασίμους ἡμέρας, τὴν ἀπόκτησιν ἑνὸς παιδίου — ὡραίου ὡς ὁ πατήρ του, κατ’ ἐκείνην, — ἀγγέλου ὡς ἡ μήτηρ του κατ’ ἐκεῖνον, ὠνειροπόλησαν καὶ αὐτοὶ ὡς τόσοι ἄλλοι, πάντα τὰ ἐπὶ γῆς ἀγαθά, χωρὶς νὰ σκεφθῶσιν, ὅτι ἡ ζωὴ ἡμῶν ὁμοιάζει μὲ ἱστὸν ἀράχνης τὸν ὁποῖον καὶ ἡ ἐλαφροτέρα τοῦ ἀνέμου πνοὴ δύναται νὰ καταστρέψῃ, λησμονήσαντες ὅτι ἡ εὐτυχία ὁμοιάζει μὲ διαυγῆ ῥύακα τοῦ ὁποίου τὰ κρυσταλλώδη νάματα ἀρκεῖ νὰ θολώσῃ τυχαῖον περιστατικὸν, ὡς ἡ ἰδιοτροπία φιλοταράχου παιδός

....................................................................................................................................................................................................................................................

Παρῆλθον τρεῖς ἡμέραι καὶ ἡ Σμαράγδω δὲν εἶδε τὸν Γεώργιον· εἰς μάτην τὸν περιέμενεν εἰς τὸ παράθυρον ἐπὶ ὥρας ὁλοκλήρους, εἰς μάτην ταχὺ ὡς ἀστραπὴ διέτρεχε τὸ βλέμμα της τὸν λόχον τῶν στρατιωτῶν, οἵτινες διήρχοντο καθ’ ἑκάστην πρωΐαν ὑπὸ τὰ παράθυρά της, ἀναζητοῦν ἐκεῖνον — ὁ Γεώργιος οὐδαμοῦ ἐφαίνετο.

«Μετετέθη ἆρά γε; ἀσθενεῖ; εἶνε τιμωρημένος; ἢ μὲ ἐγκατέλειψεν; ὢ Θεέ μου, τί συνέβη λοιπόν; θὰ παραφρονήσω…»

Καὶ ἐσκέπτετο πάντα ταῦτα, ἀλλὰ βασανίζουσα τὸν νοῦν της οὐδὲν ἐξ αὐτῶν ἠδύνατο νὰ πιστεύσῃ τὰ φρονήματα τοῦ Γεωργίου καὶ τὴν καρδίαν του τὴν ἐγνώριζε κατὰ βάθος, καὶ ἔκλαιεν, ἔκλαιεν ἡ δύσμοιρος παρὰ τὸ παράθυρον, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν θὰ ἐπανέβλεπεν αὐτόν! ἀλλ’ εἰς μάτην. Ἀπέπτη τὸ ᾆσμα καὶ τὸ μειδίαμα ἐκ τῶν χειλέων της, δὲν ἠδύνατο νὰ ἐργασθῇ, νάρκη κατέλαβε τὸ σῶμα της, οἱ ὀφθαλμοί της ἐσκιάσθησαν ἐν τοῖς κοιλώμασι αὐτῶν ἐκ τῶν ἀγρυπνιῶν.

Εἰς τὴν κυρίαν της, ἥτις τόσον τὴν ἠγάπα, καὶ ἡ ὁποία μετ’ ἐκπλήξεως τὴν ἠρώτησε τί εἶχεν, ἀπεκρίθη ὅτι πρὸ ἡμερῶν τῆς ’πονοῦσε τὸ κεφάλι της.

— Νὰ κράξωμεν λοιπὸν τὸν ἱατρόν;

— Ἄ ὄχι, εὐχαριστῶ κυρία μου, κάποτε ὑποφέρω ἀπὸ αὐτὸν τὸν κεφαλόπονον, ἀλλὰ μόνος του μοῦ ἀπερνᾷ, δὲν εἶνε ἡ πρώτη φορὰ αὐτή.

Εὗρε μυρίας δικαιολογήσεις νὰ κρύψῃ τὸν πόνον της, τίς οἶδε διατί· ἴσως διότι ἐφοβεῖτο τὴν καταισχύνην τῆς ἐγκαταλείψεως.

Τὴν τρίτην ἡμέραν κατελήφθη ὑπὸ ἀγωνίας, ἀπεφάσισε νὰ