Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 294.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
294

μὲ τὰ μαῦρα μάτια σου καὶ τὸ μελαγχρινό σου πρόσωπο σοῦ ἔπιανε τόσῳ καλά!»

— Ὅλα τὰ ἐνθυμοῦμαι — ἀπεκρίνετο ἐκείνη — ὅταν τὰ μάτια σου ἐγύριζαν κατ’ ἐπάνω μου καὶ ἀπὸ μακρυὰ ἔβλεπα τὰ χείλη σου κάτι νὰ μοῦ λένε, χωρὶς νὰ τὰ ἀκούω, χαρὰ καὶ λύπη μαζὺ μοῦ ἔσφιγγαν τὸ στῆθος καὶ ἡ πνοή μου δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἐβγῇ. Ἄχ! ὅταν ὅλοι μαζὺ οἱ στρατιῶται πρωῒ πρωῒ καὶ ἀπὸ τέσσεροι εἰς τὴ γραμμὴ ἀπερνούσατε ἀπὸ τὸ παράθυρό μου διὰ τὰ γυμνάσια καὶ τὰ μάτια μου ἐσκοτίζοντο ἀπὸ τὸ λαμποκόπισμα ποῦ ἔκαμναν ᾑ λόγχες εἰς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ἐγὼ ἀνάμεσα σὲ τόσους ἐσένα ἐξακρίβωνα ἀμέσως καὶ μὲ βλέμμα σταθερὸ σὲ ἀκολουθοῦσα ὡς ποῦ πάλι σὲ ἔχανα.»

Καὶ τὴν διήγησιν τῶν ἀναμνήσεών των διέκοπτον ἢ διὰ νὰ ἐναγκαλισθῶσιν ἢ διὰ νὰ ἀνταλλάξωσι φίλημα.

Διαπρεπὴς μυθιστοριογράφος παρεπονεῖτο πρό τινος καιροῦ ὅτι θερμὸς καὶ εἰλικρινὴς ἔρως δὲν ἀναπτύσσεται πλέον μεταξὺ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ὅτι αἱ γυναῖκες ἀπώλεσαν τὸ φῦλον αὐτῶν καὶ οἱ νέοι δὲν ἔχουσι πλέον τὴν ἡλικίαν των! ἐκ τοῦ γεγονότος δὲ τούτου διέβλεπε τὴν πτῶσιν τοῦ αἰσθήματος, τῆς καλλιτεχνίας καὶ τῆς καλαισθησίας.

Καὶ ὅμως ἐὰν ὁ ἄπελπις συγγραφεὺς ἔβλεπε τοὺς ἐραστάς μας εἰς τοὺς μακρυνοὺς ἐκείνους περιπάτους των, διερχομένους ὥρας ὁλοκλήρους ὅτε μὲν ἐν εὐδαίμονι εὐγλωττία, ὅτε δὲ ἐν εὐγλώττῳ σιωπῇ· ἐὰν τοὺς ἔβλεπεν καθημένους πλησίων ἀλλήλων, πότε μὲν ἐρυθριῶντας ποτὲ δὲ ὠχριῶντας ἢ ἀτενῶς προσβλεπομένους ἐν ἁγίᾳ σιωπῇ — θὰ ἐπείθετο ὅτι ὑπάρχουσιν ἀκόμη ὑπὸ τὸν ἥλιον καρδίαι γινώσκουσαι καὶ νὰ λατρεύωσιν καὶ νὰ ἀγαπῶσιν, ὡς ἡ μεγάλη αὐτοῦ καρδία ἐπεπόθει.

Εὐτυχὴς διέρρεεν ὁ βίος των καὶ εὐτυχεστέρας ὠνειροπόλουν ἡμέρας.

Ἐφαντάσθησαν τὴν ἡμέραν τῶν γάμων των, προῃσθάνθησαν τὴν χαρὰν καὶ τὴν ἀγαλλίασιν, τὴν ὁποίαν θὰ ᾐσθάνοντο κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην· εἶδον μὲ ἀνοικτοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς ἐν πανοράματι, τὴν μικρὰν ἀλλὰ κομψὴν κατοικίαν των μὲ τὰ μικρά της δώματα καὶ τὸ κατώγαιον εἰς τὸ ὁποῖον ἐκεῖνος θὰ εἰργάζετο ὡς ξυλουργός, διὰ νὰ ἦναι πάντοτε πλησίον ἀλλήλων,