Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 293.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
293

δι’ αὐτούς, τὰ χείλη των ἐδίψων φιλήματος καὶ τὰ στήθη των ἐναγκαλισμῶν!

Ἡ νεότης καὶ ὁ ἔρως εἰσὶν ἀκόρεστοι θεότητες!

Μίαν ἑσπέραν ἀπεφάσισαν νὰ συμπεριπατήσωσι μέχρι τῆς παραλίας ἀπεχούσης ἡμίσειαν ὥραν τοῦ στρατῶνος. Ἦτο ἡ πρώτη φορὰ καθ’ ἣν θὰ ἔβλεπον ἐκ τοῦ πλησίον ἀλλήλους δι’ αὐτὸ ὅλη ἐκείνη ἡ ἡμέρα τῆς προσδοκίας ἐφάνη αἰωνία δι’ αὐτούς.

«Νὰ σὲ περιμένω λοιπὸν χωρὶς ἄλλο ἀπόψε, Σμαράγδω μου;

— Βεβαιότατα, ἔλαβα τὴν ἄδειαν καὶ ἀπὸ τὴν κυρίαν.

— Δόξασοι ὁ Θεός, ἐπὶ τέλους τὸ ἀπεφάσισε.

— Ναὶ ἀλλ’ ἀφοῦ τῆς τὸ ἔκαμα πλέον ζήτημα: ἢ θὰ μὲ ἀφίνει νὰ περιπατῶ κάποτε μαζί σου ἢ θὰ φύγω… Τῆς εἶπα ὅτι εἶσαι συγγενής μου.

— Σμαράγδω μου........

— Ναὶ… Σμαράγδω σου… καὶ ἔπειτα παραπονεῖσαι ὅτι δὲν σὲ ἀγαπῶ!»

Καὶ οἱ ἑσπερινοὶ περίπατοι ἐγένοντο συχνότεροι…

Περιεπλανῶντο ἡσύχως.

Στηριζομένη ἐπὶ τοῦ βραχίονος του ἡ Σμαράγδω περιεπάτει, θεωροῦσα μετὰ προσοχῆς τοὺς χάλικας, οὓς ἐξετόπιζε διὰ τῆς ἄκρας τοῦ ἐλαφροῦ καὶ εὐστρόφου ποδός της, καὶ ἀκροαζομένη ἐκεῖνον, ἐνῷ μὲ ὑγροὺς ὀφθαλμοὺς καὶ καταπόρφυρος τῇ ὡμίλει.

Τί ἔλεγον ὑπὸ τὸ γλυκὺ φῶς τῆς σελήνης, κρατούμενοι ἐκ τῆς χειρός, ὡς μαθηταὶ δημοτικοῦ σχολείου; μυρία πράγματα βεβαίως, ἅτινα δὲν λέγονται, οὐδὲ δύναταί τις καλῶς νὰ ἀκροασθῇ αὐτὰ εἰμὴ μόνον ὅταν εὑρίσκεται εἰς τὴν ἡλικίαν ἐκείνην.

Ἐνεθυμήθησαν τὰς πρώτας ἡμέρας τοῦ ἔρωτός των.

«Θυμοῦμαι, τῆς ἔλεγεν ὁ Γεώργιος, ποῦ κάθε πρωὶ σ’ ἔβλεπα τακτικὰ εἰς τὸ παράθυρό σου καὶ ἀπὸ μακρυὰ σὲ ἄκουα νὰ τραγουδᾶς τρυφερὰ τραγουδάκια, ἐγὼ ἐκαμόνουμουν ὅτι κἄποιον ἐπερίμενα εἰς τὸ δρόμο, ἀλλ’ ἐσὺ ἔπαυες τότε τὸ τραγοῦδι διὰ μιᾶς καὶ μιλοῦσες μὲ τὸ καναρίνι σου ἢ ἐπότιζες τὴν γάστρα μὲ τὸ βασιλικὸ, καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκαμνες μὲ μιὰ τέτοια μαγευτικὴ χάρι, ὁποῦ μὲ ἐτρέλλαινες.

Θυμοῦμαι ἀκόμη τὴν πρώτη φορὰ ποῦ μοῦ χαμογέλασες, ἐφοροῦσες ἕνα μεταξωτὸ κίτρινο μαντήλι ’ς τὸ λαιμό σου, καὶ