Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 291.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
291

φυλαχθῆς, κόρη μου, νὰ οἰκονομήσῃς τίποτε χρήματα ὡς ποῦ ὁ παντοδύναμος Θεός, ἂν εἶνε γραφτό σου, νὰ σοῦ στείλῃ καμμία καλὴ τύχη. Ἀπὸ ἐμὲ τί ἠμπορεῖς νὰ περιμένης πειά; τὸ ἕνα ποδάρι μου εἶνε ’ς τὸν τάφο, ἔπειτα ξεύρεις ὅτι δὲν ἔχεις καὶ τίποτε.

— Ναί, καλότυχη, τὸ σκέπτομαι καὶ ἐγὼ αὐτό, ἀλλ’ ἐσὺ τί θὰ γείνῃς;

— Θὰ κοιμοῦμαι ἡσυχότερα, ἀφοῦ θὰ ξέρω ὅτι εἶσαι σὺ προφυλαγμένη ἀπὸ τοῦ κόσμου ταῖς πονηριαῖς καὶ τὰ κακά, ἔπειτα λίγο ψωμὶ δὲν θὰ χαθῇ καὶ γιὰ μένα, ἔχει ὁ Θεὸς παιδί μου…

— Ἀφοῦ τὸ θέλεις νὰ γίνῃ! ἀπεκρίθη ἡ καλὴ κόρη.

Καὶ ὄντως ἐγένετο· πρὸ ὀκτὼ ἤδη μηνῶν ἡ Σμαράγδω ὑπηρετεῖ ὡς θαλαμηπόλος παρά τινι καλῇ καὶ τιμίᾳ οἰκογενείᾳ ἧς ἀπέκτησε τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ἐμπιστοσύνην.

Ἐκεῖνος ὠνομάζετο Γεώργιος, εἶχε συμπληρώσει τὸ εἰκοστὸν πρῶτον ἔτος τῆς ἡλικίας του καὶ ὑπηρέτει ἐν τῷ στρατῷ ὡς κληρωτὸς τῆς τελευταῖας ἀπογραφῆς. Ἦτο εὔσαρκος καὶ ῥωμαλέος, ἀνὴρ μᾶλλον ἢ νεανίας, μὲ ὡραίους γαλανούς ὀφθαλμοὺς καὶ ξανθὴν κόμην, μ’ ἕνα μικρὸν ἀλλὰ μετάξινον μύστακα καὶ δύο στρογγύλας καὶ ῥοδίνους παρειὰς ὡς μῆλα, μ’ ἕνα μειδίαμα πάντοτε εἰς τὰ χείλη, ἀποκαλύπτον ὅλην τῆς ψυχῆς αὐτοῦ τὴν ἀγαθότητα, καὶ ἓν ἀνάστημα ἐξ ἐκείνων ἅτινα εἰσὶν ἡ ζωηροτέρα ἔκφρασις τῆς ψυχικῆς καὶ σωματικῆς ἰσχύος· ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὸ βαθυκύανον χρῶμα τῆς στρατιωτικῆς στολῆς, μετὰ τῶν ἐρυθρῶν περιρραμμάτων καὶ τοῦ περιλαιμίου, τὸ ξίφος, ἡ ζώνη, τὸ πιλίκιον, τοσοῦτον ἥρμοζον εἰς τὸ διαφανὲς ἐκεῖνο καὶ ῥοδόξανθον πρόσωπον, ὥστε πᾶς τις θὰ ἐδυσκολεύετο νὰ πιστεύσῃ ὅτι ὁ νεανίας ἐκεῖνος ὁ τόσον εὐγενεῖς ἔχων τοὺς χαρακτῆρας, πρὶν ἢ καταταχθῆ ἐν τῷ στρατῷ ἦτο πτωχός τις ξυλουργός, οἱ δὲ γονεῖς του ἀφανεῖς καὶ πτωχοὶ γεωργοί.

Ὁ ἀξιότιμος λοχαγὸς εἰς τὸν λόχον τοῦ ὁποίου κατετάχθη ὁ Γεώργιος, ἀπὸ τὰς πρώτας ἡμέρας ἐξεφράσθη εὐμενέστατα ὑπὲρ αὐτοῦ, διέγνω εἰς αὐτὸν ἕνα τίμιον ἄνθρωπον καὶ ἕνα καλὸν στρατιώτην.

Ὑπήκουεν ὡς παιδίον εἰς τὰς διαταγὰς τῶν ἀνωτέρων του πάντοτε, ἀλλ’ ἐξανίστατο καὶ ἐβρυχᾶτο ὡς λέων ἐάν ποτε