Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 286.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
286


Ποτέ, σὲ τίποτε γερὰ μὴ δένῃς τὴν καρδιά σου,
Γιατὶ τὸ πῶς θὰ ξεδεθῇς ’σ τὰ ὑστερνά, στοχάσου…


Καὶ εἶπ’: Ἀλήθεια! Ἄχ! κ’ ἐγὼ ’σ τὰ πρῶτα μου τὰ νειάτα
Κ’ ἐγὼ ἀγάπησα μιὰ νειά, γιομάτη κάλλη ἀφράτα
Καὶ ἦταν ἡ ἀγάπη μου καὶ ἡ φωτιά μου τόση,
Ὡσὰν τὴν ὡμορφάδα της, ποὖχε ὁ Ἀλλὰχ τῆς δώσει.
Ἅγιο Κιβλὰχ[1] μ’ ἐγίνηκε ἐκείνη πειὰ ’σ τὰ μάτια,
Κι’ ὅλῳ σιμά της μ’ ἔσερνε, μὲ χάδια, μὲ γινάτια,
Γιὰ νὰ μοῦ δώση, σὲ γλυκαὶς κουβένταις καὶ τσιμπούσια,
Ἀπὸ τὰ πλούτη τῆς ζωῆς, τὰ κέρδη τὰ πειὸ πλούσια…
Ἄχ! ἴσως θὰ τῆς μοιάζουνε ἐπάνω τ’ ἀγγελούδια!
Ἀλλοιῶς, ἐχὰθ’ ἡ ὠμερφιὰ στοῦ κόσμου τὸ περβόλι
Καὶ δὲν θ’ ἀνθίσουνε ποτὲ ὡσὰν αὐτὴν λουλούδια.
Τ’ ὁρκίζομαι σὲ φίλο μου, καὶ νὰ τὸ μάθουν ὅλοι:
Πῶς τὸ καλλίτερο νερὸ κι’ ἂν τώχουν στάξει κρῖνοι,
Δὲν θενὰ γίνῃ ἄγγελος ποτὲ ὡσάν Ἐκείνη…


Μὰ ξάφνου, μιὰ κακιὰ στιγμή, τὸ πόδι της τ’ ἀφράτο,
’σ τὴ λάσπη ἐβουτήχθηκε τοῦ χάρου, ἐδῶ κάτω·
Καὶ ὁ καπνὸς τοῦ χωρισμοῦ, ποῦχ’ ἡ ψυχὴ σκορπίσει,
ἐπέταξ’ ἀπὸ τὸ σπίτι της ἐπάνω. — Εἶχε σβύσει…


Μέραις πικραὶς ἐπέρασα ’σ τοῦ τάφου της τὸ χῶμα,
Καὶ σὲ τραγούδια ἔβγαιναν τὰ λόγια μ’ ἀπ’ τὸ στόμα:
«Ἂς ἦταν, τὴ κακιὰ στιγμὴ ἐκείνη ποὗχα μάθει
πῶς σ’ ἐκεντοῦσε ἄπονα τοῦ χάρου τὸ ἀγκάθι,
Μὲ μιὰ σπαθιὰ του νἄπερνε ὁ Θάνατος κ’ ἐμένα
Νὰ μὴ θωροῦν τὰ μάτια μου τὴ γῆς — χωρὶς Ἐσένα.
Γέρνω στὸ μαῦρο μνῆμα σου κι’ ἀπ’ τὴ καρδιά μου λέω:
Ἂς ἤμουν κ’ ἐγὼ δίπλα σου!.. Μὰ σὺ σιωπᾶς καὶ κλαίω…»

  1. Τὸ μέρος πρὸς ὃ στρέφουσι τὰ ὄμματα οἱ μουσουλμάνοι, ὅταν προσεύχωνται.