Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 285.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
285


Καὶ ἐκάθησ’ ἡ καλή μου δίπλα δίπλα πεταχτὴ
καὶ μὲ τὸ γλυκό της στόμα
Ἄρχισε νὰ μὲ μαλώνη: Τάχα πῶς καὶ διατὶ
πρὶν νὰ τὴν ἰδῶ ἀκόμα
Ἔσβυσα μὲ μιᾶς τὸ φῶς μου ἀπ’ ἀντίκρυ μάνυ - μάνυ.
Καὶ τῆς εἶπα: — Τί τὸ θέλω μιὰ π’ ὁ Ἥλιος μου ἐφάνη!…


Η ΖΗΛΕΙΑ

Εἶχα ταῖρι· καὶ μαζύ του τόσο ἀχώριστα ἐζοῦσα,
Σἂν σ’ ἀμύγδαλο ἀφράτο, πὤχει δίμελο καρπό.
Ἔφυγε μακρυὰ ἐκεῖνο… Ἐγὼ ξέρω πῶς πονοῦσα!
Καὶ σ’ ἂν ’γύρισε μοῦ εἶπε: «Μιὰ ποῦ τόσο σ’ ἀγαπῶ,
γιατὶ τάχα νὰ μὴ στείλῃς ἕναν ἄνθρωπο μιὰ ’μέρα,
νὰ μοῦ φέρῃ δυώ σου λόγια, μὲς ’σ τὴν ἐρημιά μου πέρα;»
Καὶ τῆς εἶπα: «Ὄχι! Ὄχι! δὲν τὸ ἤθελ’ ἡ καρδιά μου,
νὰ φωτίσ’ ἡ ὠμορφιά σου ἄλλον κι’ ὄχι τὴ θωριά μου.»


Η ΑΓΑΠΗ

Δερβίσσης ἐταξείδευε μαζύ μας, μὲ κιρβάνι.
Κ’ ἕνας Ἐμίρης ξακουστὸς μ’ ὁλόχρυσο καφτάνι
Λίγα φλουριὰ τοῦ χάρισε ἀπ’ τὰ πολλὰ δικά του,
Γιὰ τὸ φτωχό του σπητικὸ καὶ τὰ φτωχά παιδιά του.
Ξάφνου ’σ τὸν κάμπο κλεφτουριὰ ἀπάντεχτη, μιὰ ’μέρα,
Πέφτουν, σὰν λύκοι, ἁρπάζουνε καὶ φεύγουν πέρα - πέρα.
Οἱ ταξειδιῶταις κλαίγανε… τὰ δάκρυα τί θένε!..
— Δὲν στρέφει ὁ κλέφτης τὰ φλουριά, καὶ ἂν προσκυνοῦν κι’ ἂν κλαῖνε…


Μόν’ ὁ Δερβίσσης ἔμεινεν ἀκίνητος ’σ τὴν ἄκρη·
Δὲν ἔβγαλ’ ἕνα στεναγμό, δὲν ἔχυσ’ ἕνα δάκρυ·
Καὶ ὅταν τὸν ἐρώτησα ἂν πῆραν τὰ φλουριά του,
Ἐκεῖνος μὲ τὴν ἥσυχη, τὴ πρωτινὴ λαλιά του:
— Τὰ πῆραν, εἶπε· μὰ ἐγὼ δὲν τ’ ἀγαποῦσα τόσο,
γιὰ νὰ πονέσω ὕστερα, σὰν μοῦ ’παν νὰ τὰ δώσω.

*