Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 280.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
280

γύρω των, καὶ νομίζεις πῶς εἶνε συμμαζευμένοι ὁ ἕνας εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ ἄλλου. Δὲν ἀσωτεύουν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ τὰ βλέμματά των· πότε συνομιλοῦν ἥσυχα, καὶ ποτὲ γυρίζουν τὰ φύλλα ἑνὸς εἰκονογραφημένου βιβλίου. Δὲν ἠξεύρω διατὶ δὲν ἠμποροῦσα, ἀφοῦ τοὺς ἐκύτταξα πρώτην φορὰν, νὰ γυρίσω ἀλλοῦ τὰ μάτια μου. Μοῦ ἐφαίνοντο σὰν δύο μεγάλαις θαυμασταὶς ζωγραφιαίς, ὁ γέρος μὲ τὰ λευκὰ γένεια, καὶ ἡ κόρη μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιά, τὰ ὁποῖα ἔπεφταν εἰς δύο μακρὰς πλεξίδας ἐπάνω εἰς τὴν πλάτην, καὶ θὰ μοῦ ἐνθύμιζαν τώρα τοὺς στίχους ἐκείνους:

Εἰς τοὺς ἀγγέλους τὰ πτερὰ ἐχάρισε στολὴν,
Κ’ εἰς τὰς γυναῖκας ὁ Θεὸς ἐδώρησε τὴν κόμην.

Τὸ μεσημέρι κατέβηκαν εἰς τὰ καμαράκια των· τὸ ἀπόγευμα ἐφάνηκαν πάλι καὶ ἐκάθισαν εἰς τὴν σάλαν. Ἀντικρὺ των παρηκολούθουν προσεκτικὰ ὅλα των τὰ καμώματα, γεμᾶτα ἀπὸ σεβασμὸν καὶ ἀπὸ στοργὴν, καὶ μέσα εἰς ἐκείνην τὴν προσήλωσιν ἓν παράπονον μόνον ἔκρυπτα. Ἡ ὡραία κόρη, ἡ μεγάλη κυρία, δὲν κατεδέχθη οὔτε μίαν φορὰν νὰ γύρῃ ἐπάνω μου τὸ βλέμμα της. Τὸ πρᾶγμα μ’ ἐλυποῦσε κατάκαρδα. Εἶχα τὴν ἀπαίτησιν νὰ μὴ μὲ βλέπουν πλέον σὰν παιδὶ καὶ ἀφοῦ εἶχα λησμονηθῆ ἔμπροσθέν της, διατὶ κ’ ἐκείνη νὰ μὴ προσέξῃ εἰς ἐμέ;

Μετ’ ὀλίγον ἐσηκώθηκαν διὰ νὰ ἀνεβοῦν εἰς τὸ κατάστρωμα. Ὁ κύριος λαμβάνει τὸ ἐπανωφόρι του ἀπὸ ἓν κάθισμα ὅπου τὸ εἶχε ῥίψει. Ἀφοῦ ἔμεινα μόνος κάτω, ἐσηκώθηκα καὶ ἐγὼ, ἀλλ’ ἔξαφνα διακρίνω σιμὰ εἰς τὸ κάθισμα ῥιγμένον ποῦ εἶχε ὁ κύριος τὸ ἔνδυμά του κἄτι τι ποῦ ἔλαμπε· τὸ πέρνω καὶ βλέπω ὅτι εἶνε χρηματοφυλάκιον ἀπὸ ῥωσσικὸν δέρμα μὲ ἀργυρᾶ θηλυκώματα. Ἡμιάνοικτον, παρουσιάζει εἰς τὰ μάτια μου παχεῖαν δέσμην ἀπὸ χαρτονομίσματα· βέβαια θὰ εἶνε δικά τους. Τὸ κλείω, καὶ τρέχω ἐπάνω.