Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 279.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
279

τὴν ἔκαμε γλυκιά, σχεδὸν εὐχάριστη, τὴ λύπη μου. Ναί! θὰ ἄφινα ὑγείαν εἰς τοὺς ὡραίους τόπους μὲ τὰ εὔμορφα περιβόλια καὶ ταὶς εὔμορφες ἱστορίαις· ἀλλ’ ὅταν θὰ ἐγύριζα εἰς τὴν πατρίδα, θὰ εἶχα τόσα νὰ διηγοῦμαι εἰς τοὺς φίλους, κ’ ἐκεῖνοι θὰ μὲ ἀκούουν καὶ θὰ προσέχουν καὶ θὰ τὰ χάνουν, καὶ μάλιστα ὅταν φθάσω εἰς τὸ θαυμαστότερον σημεῖον τῆς περιηγήσεως, εἰς τὴν ἐπιστροφήν. Σημείωσε ὅτι ἔπασχα τότε φοβερὰ ἀπὸ τὴν μεγαλομανίαν τῶν παιδιῶν· ποτὲ δὲν ἐπικραινόμην τόσον ὅσον ὅταν ἤκουα νὰ μὲ φωνάζουν «ὁ μικρός.» Καὶ φαίνεται ὅτι ἡ φύσις, ὡς τιμωρίαν διὰ τὴν ἀνοησίαν μας ἐκείνην, μᾶς κάμνει, ἀφοῦ μεγαλώσωμεν, νὰ λαχταροῦμεν αἰωνίως τὸν θησαυρὸν τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ὅστις ποτὲ πλέον δὲν ἐπανευρίσκεται.

Τὴν ἄλλην ἡμέραν πρωῒ πρωῒ μ’ ἔφερεν ὁ θεῖος εἰς τὸ βαπόρι καὶ ἐφρόντισε περὶ ἐμοῦ ὅπως ἠμποροῦσε καλλίτετερα. Μοῦ ἐσύστησε νὰ μένω κάτω εἰς τὴν κοκκέταν, ἀλλὰ μόλις μ’ ἐφίλησε, καὶ ἔφυγε, καὶ τὸ βαπόρι ἐκινήθη, ἀνέβηκα εἰς τὸ κατάστρωμα καὶ ἤρχισα νὰ κινοῦμαι ἄνω κάτω, νὰ ἐξετάζω τὰ πάντα, καὶ νὰ ἐπιδεικνύω μὲ ἀνδρικὴν σοβαρότητα τὸ σπιθαμιαῖον ἀνάστημά μου ἀνάμεσα εἰς τὸ πλῆθος τῶν συνεπιβατῶν. Ἡ πρωΐα ἦτον καθαρωτάτη, ὁ ἥλιος ὁλόχρυσος ἐχύνετο ἐπάνω εἰς τὰ κύματα, κ’ ἐλάμπρυνε τὴν ἀνθηροτάτην σειρὰν τῶν βουνῶν τῆς Κεφαλληνίας. Οἱ ἐπιβᾶται χαίρονται τὸν ὡραῖον καιρόν, θορυβοῦν, περιπατοῦν, συνδιαλέγονται, γελοῦν, καπνίζουν. Ἀλλ’ ἐξ ὅλων τὴν προσοχὴν μου ἰδιαιτέρως προσελκύει ἓν ζεῦγος. Ἕνας ὑψηλὸς ἀξιοπρεπέστατος Κύριος μὲ λευκὰ γένεια, ἀρχοντικὴν ἐνδυμασίαν καὶ ἐπιβλητικοὺς τρόπους, κάθηται πλησίον εἰς μίαν κόρην, ἡ ὁποία μόλις θὰ ἦτο δεκαὲξ ἐτῶν, θυγατέρα του ἴσως. Λυγερὴ καὶ ὁλόδροση, μὲ ἀνάστημα ἀγάλματος, καὶ δύο μάγουλα χνουδωτὰ καὶ χρωματισμένα ’σὰν ῥοδάκινα, μὲ μάτια σκιερὰ μαζῆ καὶ λαμπερὰ, ὡς ἡ ὥρα τῆς δύσεως. Φαίνεται ὡς νὰ μὴν ἐννοοῦν τί γίνεται τρι-