Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 276.jpg

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
276

κίνησίν του, ἀποδίδων αὐτὴν εἰς θετικώτερα αἴτια· ἀλλ’ ἐγίνωσκον ὅτι κατὰ πᾶσαν ὥραν τοῦ ἔτους ἔθαλλεν ἀείποτε ἐντὸς τῶν θυλακίων του ἔαρ… ἀργυρόχρυσον.

Ὁ φίλος μου ἀνακύψας ἐνόησε τὰς σκέψεις μου· καὶ μὲ τὴν συνήθη του συνοφρύωσιν, ἐν ᾗ ἐκδηλοῦται τὸ μελαγχολικὸν καὶ τὸ ῥεμβῶδες τῆς φύσεως αὐτοῦ, καὶ μὲ τὴν σιγαλὴν φωνήν του, ἐν ᾗ ἀποτυποῦται ἡ ἠρεμία τοῦ χαρακτῆρός του, μοῦ εἶπε:

— Νὰ ἤξευρες, καϋμένε, τί μοῦ ἐνθυμίζει αὐτὸ το δίδραχμον… τί μοῦ ἔφερεν ἔτσι ἔξαφνα μπροστά μου… πῶς μὲ τράβηξε δώδεκα χρόνια πίσω… τί καλοκαῖρι μοῦ παρουσίασε μέσα εἰς αὐτὸν τὸν χειμῶνα… δὲν θὰ γελοῦσες. Σημείωσε ὅτι αὐτὸ εἶνε τὸ δεύτερον πρᾶγμα ποῦ εὑρίσκω, καὶ ποῦ μοῦ ἐνθυμίζει τὸ πρῶτο μου εὕρημα… ἀλλὰ στάσου πρῶτα νὰ τὸ ἀποδώσω· ἂν δὲν τοῦ ἀνήκῃ, ἀλλ’ εἶνε δίκαιον νὰ τοῦ ἀνήκῃ.

Καὶ λέγων ἀπέθηκε τὸ δίδραχμον ἐπὶ τῆς ἠνεῳγμένης χειρὸς τυφλῆς γραίας, ἐπαιτούσης ἐπὶ τῆς ἄκρας τῆς ὁδοῦ, δι’ ἧς διηρχόμεθα.

Καὶ μετ’ ὀλίγον ἐξηκολούθησεν ὡς ἑξῆς:

— Δὲν ἤμουν περισσότερον ἀπὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν παιδί· ἀκόμη δὲν εἶχα ἔβγει ἔξω ἀπὸ τὸν τόπον μου, δὲν ἤξερα τὶ θὰ εἰπῇ ταξεῖδι· ἡ μόνη θάλασσα, μὲ τὴν ὁποίαν ἄφοβα εἶχα νὰ κάμω, ἦτον ἐκείνη ποῦ ἐτριγύριζε τὸ ἀκρογιάλι μας· κάθε μέρα σχεδὸν εὑρισκόμουν μέσα σὲ μιὰ βάρκα, κ’ ἐπήγαινα μαζῆ μ’ ἄλλα παιδιὰ ἐπάνω εἰς ἕνα μεγάλο μεγάλο καΐκι, παλῃὸ χωρὶς κατάρτια, σαπισμένο, τρυπημένο, θλιβερὸ σὰν μνῆμα· ἦτον ἀραγμένο ὡς δέκα λεπτὰ μακρὰν ἀπ’ τὴν ἀκρογιαλιά. Ἦτον αὐτὸ τὸ μόνον ταξεῖδι ποῦ εἶχα ἐπιχειρήσει ὡς τότε. Καὶ ὅμως ὅταν ἤκουσα νὰ γίνεται λόγος εἰς τὸ σπίτι δι’ ἐκείνους ποῦ ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν ναυτίαν εἰς τὴν θάλασσαν, ἀπαντοῦσα ὑπερήφανος ὡς νὰ εἶχα περάσει τὸν ὠκεανόν: «Ἐμὲ ποτὲ δὲ μὲ πιάνει