Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 252.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
252

τα, καὶ μοῦ δίνει διαταγὴ νὰ τοῦ δίνω δυνατὸ ζουμὶ καὶ κρασί, καὶ νὰ τοῦ βάζω καὶ πάγο ’ςτὸ κεφάλι. Ἀπὸ τότε δὲν ξαναῆλθε, οὔτε τὸν ’ματάειδα. Ἀλλὰ τί νἄλθῃ νὰ κάμῃ! Ποῦ ναὕρω ν’ἀγοράσω ἐγὼ ὅλα αὐτά, ποῦ ἤμαστε ἀπὸ χθὲς τὸ πρωί δίχως ψωμί; Ἄχ! Θεέ μου, Θεέ μου! τί νὰ γίνω! θὰ τρελαθῶ, Παναγία μου!

Καὶ συγκαλύψασα διὰ τῶν χειρῶν τὸ πρόσωπον ἀνελύθη εἰς κοπετούς.

Ὁ Τάκης, ὡςεὶ ἀποκαθηλωθεὶς ἐκεῖ ἀκίνητος ὑπὸ τῆς φρίκης, ἣν ἀπέπνεεν ἡ ζῶσα ἐκείνη εἰκὼν τῆς δυςτυχίας, ἔμεινεν ἐπὶ μικρὸν ἄναυδος, περιέβαλε διὰ βλέμματος οἴκτου καὶ συντριβῆς τὴν δύςμοιρον γυναῖκα καὶ ἐξέπεμψε βαθὺν στεναγμόν.

— Ἄχ! κυρά μου, τί νὰ σοῦ κάμω! ἐψιθύρισεν.

Ἔφερε τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ μετώπου, καὶ παρεδόθη ἐν σιγῇ εἰς μικρὰν σκέψιν. Ἔπειτα, ὡςεὶ ἡλεκτρισθεὶς ἐξ αἰφνιδίας ἐμπνεύσεως, σπεύδει πρός με, ἐξακολουθοῦντα τὴν ἀνάγνωσιν τῆς ἐφημερίδος, καὶ μετὰ τοῦ γλυκυτέρου ἱκετευτικοῦ τόνου:

— Κάμε μου τὴ χάρι σὲ παρακαλῶ, μοὶ λέγει, καὶ δάνεισέ μου αὐτὰ τὰ ὀλίγα χρήματα ποῦ κρατεῖς ἐπάνω σου. Αὔριον θὰ σοῦ τὰ ἐπιστρέψω.

Ἐξήγαγον τὸ χαρτοθυλάκιον καὶ τῷ ἐνεχείρισα τὸ ζητηθὲν ποσόν.

Αἴγλη χαρᾶς ἀγγελικῆς ἠκτινοβόλησεν ἐπὶ τῆς ὠχρᾶς καὶ δεδακρυσμένης μορφῆς του.

Ἔδραμεν εἰς τὴν δυςτυχῆ γυναῖκα·

— Νά, κυρά, πάρε αὐτὰ τὰ ὀλίγα χρήματα σὲ παρακαλῶ νὰ οἰκονομήσῃς ὅ,τι σοῦ χρειάζεται. Κύτταξε νὰ κάμῃς ὅ,τι σοῦ εἶπεν ὁ γιατρός. Μεθαύριον ἴσως ξαναπεράσω πάλιν ἀπ’ ἐδῶ.

Καὶ πρὶν ἢ δώσῃ καιρὸν εἰς τὴν ἔκθαμβον μητέρα νὰ διαχυθῇ εἰς εὐλογίας καὶ εὐγνώμονας ἀναφωνήσεις, ἔφυγε βιαίως, διεσκέλισε τὴν μικρὰν χάνδακα, ἥτις διεχώριζε τὴν ὁδὸν ἀπὸ τῆς σκηνῆς ἐκείνης, καὶ δραμών πρός με:

— Σήκω, νὰ πηγαίνωμεν! μοὶ λέγει καὶ σπεύδει ἐμπρός.

Ἠγέρθην καὶ ἐξηκολουθήσαμεν σιωπηλοὶ τὸν περίπατον.

Ὁ Τάκης ἐδάκρυε. Σχεδὸν ἔκλαιε. Δὲν διετάραξα τὸ ἐπίσημον τῆς σιγῆς. ᾘσθανόμην διὰ τῶν παλμῶν τῆς ἰδίας μου καρδίας, ὅτι τὰς στιγμὰς ἐκείνας συνεκρούετο θύελλα αἰσθημάτων εἰς τὰ ἄδυτα τῆς ὡραίας του ψυχῆς.

Ἀθήνησιν, Ἰούλιος 1888.

Κωνστ. Φ. Σκόκος