Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 251.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
251

Ὅταν ὁ Τάκης ἀκούσας τὰς οἰμωγὰς ἔδραμε πρὸς τὴν θύραν τῆς καλύβης, εἶχεν ἤδη ἐμφανισθῇ ἐπὶ τῆς φλιᾶς γυνὴ καχεκτικὴ καὶ κάτισχνος, νέα ἀκόμη, ἀλλ’ ἐρρυτιδωμένη ὑπὸ προώρου γήρατος, μὲ φυσιογνωμίαν οἰκτρὰν καὶ ἐσβεσμένην, ἣν καθίστων στυγνοτέραν τὰ ἐπὶ τοῦ ὀστεώδους σώματος της συγκεκολλημένα ῥάκη. Εἶχε λυτὴν τὴν κόμην, βραγχνὴν τὴν φωνήν, θολὰ τὰ ὄμματα ἐκ τῆς ἀγρυπνίας καὶ τῆς πείνης, καὶ συμπλέκουσα τὰς καλαμώδεις αὑτῆς χεῖρας ἐπὶ τοῦ ἀπεξηραμμένου στήθους της διεξετραγῴδει εἰς τὸν Τάκην ἐπὶ ὅλων τῶν τόνων τῆς ἀνθρωπίνης συμφορᾶς τὸ φοβερόν της μαρτυρολόγιον.

Ἔξωθι τῆς θύρας, διὰ τὴν ἀντίθεσιν τῆς εἰκόνος, δύο παιδία ἡλικίας δύο ἢ τριῶν ἐτῶν, ἡμίγυμνα, κατερρυπωμένα, ἔπαιζον κυλιόμενα ἐπὶ τοῦ ἐδάφους χειρονομοῦντα πρός τινα ἐκεῖ που νυσταλέως ὀκλάζουσαν γαλῆν μὴ δυνάμενα νὰ ἐννοήσωσιν ἀκόμη ὁποίαν μελανὴν σφραγῖδα ἐνεχάραττεν ἡ μοῖρα ἐπὶ τοῦ ἀθώου μετώπου των.

Ἐνέτεινα τὸ οὖς καὶ ἠκροώμην.

— Καὶ εἶνε πολλαὶς ἡμέραις ἄρρωστος, κυρά, ὁ ἄνδρας σου, ἔτσι εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν; ἠρώτα ὁ Τάκης μετὰ φωνῆς συγκεκινημένης,

— Εἶνε δύο ἑβδομάδες τώρα ὅπου τὸν δέρνει ὁ πυρετός.

— Καὶ δὲν ἦλθεν κανένας γιατρὸς, νὰ τὸν κυττάξῃ; ἔτσι μένει τόσον καιρὸν, χωρὶς γιατρικά, χωρὶς τίποτε;

— Ἄχ ποιὸς νἄλθῃ σ’ ἐμᾶς ἐδῶ τοὺς ἄμοιρους ποῦ ζοῦμε κρυφὰ ἀπ’ τὸν θεό. Ποιὸς ἔρχεται σήμερα χωρὶς νὰ πληρωθῇ; Ὁ δυςτυχισμένος ὁ ἄνδρας μου ἔχει δεκαπέντε μέραις νὰ πιάσῃ δουλιά, ἐγὼ ξενόπλενα καὶ ἔβγαζα κανένα λεφτὸ γιὰ νὰ προφθάνω τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν μου. Ἀλλὰ τώρα μ’ αὐτὸ τὸ κακὸ ποῦ μᾶς ηὗρε οὔτε ἡσυχία ἔχω οὔτε μυαλὸ ’στὸ κεφάλι νὰ δουλέψω. Ἔπειτα ποιὸς νὰ κυττάξῃ τὸν ἄρρωστο μου ποῦ κοντεύει νὰ μοῦ πεθάνῃ;

Ὁ Τάκης ἔκλινε τὴν κεφαλὴν καὶ ἤκουεν.

Ἡ δύστηνος γυνὴ ἐξηκολούθησεν:

— Προχθὲς ἔτυχε κ’ ἐπερνοῦσεν ἀπ’ ἐδῶ ἕνας γιατρός· ’πήγαινε περίπατο μὲ δύο τρεῖς ἄλλους ’στὸ Χασεκῆ. ’Σὰν τὸν ἀγνάντεψα ἀπὸ τὸ καλύβι μέσα τὸν ’γνώρισα εὐθὺς ἐπειδὴ τῂς προάλλαις εἶχε βγάλῃ κάλπη γιὰ δημοτικὸς σύμβουλος καὶ ἦλθε δύο-τρεῖς φοραῖς ’στὸ φτωχικό μας γιὰ τὴν ψῆφο τοῦ ἀραχνιασμένου τοῦ ἄνδρα μου. ’Πετάχτηκα ἔξω ’ςτὴ στιγμή. Τὸν φωνάζω ἀλλ’ αὐτὸς μὲ εἶδε κ’ ἐτράβηξε τὸν δρόμο του, χωρὶς νὰ στρέψῃ. Ἔτρεξα καὶ τὸν ’πρόκαμα. Πέφτω ’ςτὰ πόδια του, τὸν ’ξορκίζω ’ςτὰ παιδιά του μὲ τὰ κλάματα. ’Στὸ τέλος ἀποφασίζει καὶ ’μπαίνει μέσα, ῥίχνει μιὰ ματιὰ ’ςτὸν ἄρρωστο, τοῦ γράφει μιὰ ῥετσέ-