Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 249.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
249

— Ἐγώ; Σοῦ ὁρκίζομαι λοιπόν, ὅτι εἰς τὸ ἑξῆς θὰ μὲ ἴδῃς ἐγωϊστήν, σκληρόν, ἄκαρδον. Αὐτὴν ἐδῶ τὴν καρδιὰ τὴν ἐξερρίζωσα ἀπὸ σήμερα καὶ ἔβαλα σ’ τὴ θέσι της ἕνα κομμάτι μάρμαρο. Θὰ ζῶ μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν μου. Θὰ ἦμαι ἐγωϊστὴς ὡς Ἄγγλος. Αὐτοὶ ’ξεύρουν νὰ ζοῦν· εὖγέ τους! Ὅλος ὁ κόσμος νὰ πεθάνῃ ’μπροστά τους, καρφὶ δὲν τοὺς καίεται. Νὰ ξεψυχᾷ, νὰ σκοτώνεται ὁ ἄλλος ’μπρὸς ’ςτὰ μάτια τους, αὐτοὶ ἐξακολουθοῦν τὸν περίπατό τους. Ὄχι δά, πρέπει τάχα νὰ φροντίζουν καὶ γιὰ τὸν κόσμο τὸν ἀχάριστο!

— Ἄφησέ τα τώρα αὐτά, Τάκη· τὰ λέγεις, ἀλλὰ κατὰ βάθος δὲν τὰ πιστεύεις. Ὁ ἐγωϊστὴς δὲν εἶνε ποτὲ εὐτυχής....

— Δὲν τὰ πιστεύω; Καλό! Θὰ τὸ ἰδῇς! Σοῦ ὁρκίζομαι λοιπὸν εἰς τὸ ἑξῆς νὰ βλέπω ἄνθρωπον ν’ ἀποθνήσκῃ τῆς πείνης δι’ ἕνα κομμάτι ψωμί, σοῦ ὁρκίζομαι, ὅτι θὰ προτιμήσω νὰ τὸ πετάξω ’ςτοὺς σκύλους καλλίτερα, παρὰ νὰ τοῦ τὸ δώσω. Μὰ θὰ πεθάνῃ! Ἅς ψοφήσῃ! τόσῳ τὸ καλλίτερον!

Ἡ ὁμιλία τοῦ Τάκη μὲ συνεκίνει καὶ μ’ ἐβύθιζεν εἰς πολλὰς σκέψεις. Προφανῶς εἶχε δίκαιον. Ἐδοκίμαζε τὴν κρίσιν ἐκείνην τῆς ἀπογοητεύσεως, τὴν ὁποίαν ὑφίσταται πᾶς εὐγενὴς ὀνειροπόλος, ὅςτις ἐνῷ φαντάζεται τὸν βίον πλήρη ῥόδων καὶ μαγείας, αἴφνης ἀφυπνίζεται ἐν τῇ πραγματικότητι ἐν μέσῳ ἀκανθῶν καὶ φρίκης. Ὅλος ὁ ὡραῖος κόσμος τῶν ἰδανικῶν καὶ τῶν εὐγενῶν ἐμπνεύσεων εἰς τὸν ὁποῖον ἐπίστευεν ἕως χθὲς μέχρι αὐτοθυσίας, κατέρρευσε διὰ μιᾶς ἐν τῇ φαντασίᾳ του. Μία ἀπρόοπτος στιγμὴ δοκιμασίας ἐν τῇ πραγματικότητι, μιὰ πτυχὴ ἀποκαλυφθεῖσα ἐκ τῆς μεγάλης αὐλαίας τοῦ κοινωνικοῦ θεάτρου, τοῦ κατέδειξεν ὅλην τὴν περὶ ἑαυτὸν κοινωνικὴν ἐρημίαν. Αὐτὸς ὅςτις χαίρων θὰ ἐπροτίμα νὰ διέλθῃ νῆστις μίαν ὅλην ἡμέραν διὰ νὰ δώσῃ τὴν μοναδικήν του αἴφνης δραχμῂν εἰς ἕνα πτωχὸν πάσχοντα, εὑρίσκετο παρ’ ἐλπίδα μόνος, ἔρημος, ἐγκαταλελειμμένος ἐν μέσῳ τόσου κόσμου, τὸν ὁποῖον ἐπίστευε καὶ ἠγάπα ἕως χθές.

Ὑπελόγισα τὴν ἠθικὴν ἄβυσσον, ἥτις ἠνοίγετο ἐν τῇ ψυχῇ του κατὰ τὰς ἐπισήμους ἐκείνας στιγμὰς καὶ ἐσιώπησα.

Διηνύομεν ἤδη τὴν ὁδὸν Πειραιῶς καὶ εἴχομεν φθάσει λεληθότες κάμψαντες τὴν πρὸς τὸν Βοτανικὸν Κῆπον ἄγουσαν. Ἡ πρωΐα ἦτο ἐξαισίως ὡραία. Ἀπὸ τῆς προτεραίας βροχὴ ῥαγδαία εἶχε λούσει τὴν γῆν, καὶ ἡ διαφάνεια τῆς ἀτμοσφαίρας προςέδιδε τὰς γλυκυτέρας ἀποχρώσεις εἰς τὴν πρὸ ἡμῶν χλοάζουσαν ἔκτασιν.