Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 246.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
246

— Οὔφ! ἄφησέ με ’ςτὸ θεό σου, δὲν ἔχω τίποτε… εἶμαι πολὺ καλά…

Καὶ διαγκωνίζων με διὰ βιαίας χειρονομίας προςεπάθει νὰ διολισθήσῃ τῶν χειρῶν μου.

Ἀλλὰ τὸ τίποτε ἐκεῖνο ἐλέχθη μετὰ τοιούτου τόνου, ὥςτε ἐμάντευσα ἀσφαλῶς, ὅτι ἐκλυδωνίζετο ὑπὸ σφοδρᾶς ψυχικῆς τρικυμίας.

— Καϋμένε Τάκη, αἰωνίως εἶσαι ὑπερβολικός. Τί διάβολο ἔπαθες πάλιν σήμερον. ’Πές μου τοὐλάχιστον ἀδελφέ, τί ἔχεις; Ξεύρεις πῶς δὲν μοῦ εἶσαι ἀδιάφορος…

Ἐκάρφωσεν ἐπ’ ἐμοῦ τὸ διαυγὲς καὶ διαπεραστικὸν βλέμμα του πλῆρες δυςπιστίας, διέστειλεν εἰς πικρὸν μειδίαμα τὰ μικρά του εὔγραμμα χείλη, ἀνεκίνησεν εἰς εἴρωνα ἔκφρασιν τὴν ὡραίαν καλλίκομον κεφαλὴν καὶ ἐσιώπησε.

— Ἔλα ’δῶ ποῦ φεύγεις;

— Ἄφησέ με νὰ ζῇς· ἔχω ὀλίγην δουλειά… κἄπου θὰ ὑπάγω…

— Ὄχι, ὄχι· ἂν δὲν μοῦ εἰπῇς τί ἔχεις, δὲν σὲ ἀφίνω, ἐτελείωσε! Θἄλθω μαζῆ σου. Ἂν ’μπορῇς διῶξέ με.

Καὶ ἀναστραφεὶς παρήλλαξα τὸ βῆμα πρὸς τὸ ἰδικόν του βαδίζων παραπλεύρως καὶ ἐχόμενος αὐτοῦ στερρῶς ἀπὸ τοῦ βραχίονος.

Πράγματι ὁ Τάκης ἐφαίνετο πιεζόμενος ὑπὸ τὸ βάρος μεγάλης ὀδύνης. Ἀνέπνεεν ὡςεὶ ἀσθμαίνων, καὶ τὸ στῆθος του ἀνεπάλλετο ἐξογκούμενον. Οἱ ὀφθαλμοί του ἦσαν ὑγροί, ὡς νὰ εἶχεν κλαύσει, ὡς νὰ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ἐκραγῶσιν εἰς δάκρυα. Ἔβαινεν ἀρρύθμως, κροτῶν τὴν ῥάβδον του ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου ὁτὲ μὲν νεύων χαμαί, ὁτὲ δ’ ἀνεγείρων τὴν κεφαλὴν μεθ’ ὑποκώφου γογγυσμοῦ, ἀπὸ βαθέων ἀναδιδομένου σπλάγχνων.

Ἐνόμισα ὅτι ἔπρεπε νὰ φαιδρύνω τὴν σκυθρωπὴν ἐκείνη σκηνὴν ἐν τῇ ἰδίᾳ του φαντασίᾳ.

— Σὲ βεβαιῶ, Τάκη, τῷ εἶπον, μὲ κάμνεις νὰ γελῶ. Ἔλαβες μίαν τοιαύτην τραγικὴν ἔκφρασιν, ’σὰν νὰ πρόκηται νὰ παίξῃς τὸν Ἁμλέτον ἀπὸ σκηνῆς. Ἔτσι εἶσαι σὺ πάντοτε. Ἢ θὰ γελᾷς ἢ θὰ ἔχῃς ὄψιν σουδαρίου. Μέσος ὅρος δὲν ὑπάρχει.

Ἐπὶ τέλους, εἴτε διότι ἐστενοχωρήθη ἐκ τῆς ἐπιμονῆς μου, εἴτε διότι καὶ αὐτὸς ᾐσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ ἀνοίξῃ διέξοδον εἰς τὴν ἐκχειλίζουσαν ψυχικήν του ἀγωνίαν:

— Τί θέλεις νἄχω, ἀδελφέ! ἀνεκραύγασε μετὰ φωνῆς πνιγομένης εἰς λυγμοὺς παραπόνου καὶ ἀγανακτήσεως. Τἄχω μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴν κοινωνίαν, μὲ τὸν κόσμον, μὲ τὸν Θεόν, μὲ τὸν ἑαυτὸν μου ἀκόμα… νὰ τί ἔχω....