Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 185.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
185


Εἰς τὸν χτύπο ἀνατριχιάζει,
Ποῦ ’ς τοὺς θόλους ἀντηχάει·
Τὸ σφυρί του πάλι ἁρπάζει,
Ἀκουρμαίνεται, ’γροικάει…
Ἐφοβήθηκε ὁ μιαρὸς
Μὴν ἐξύπνησ’ ὁ νεκρός!

Στέκει, τρέμει, ἀγάλι ἀρχίζει
Νὰ χτυπᾷ, νὰ ξεκαρφόνῃ·
Τὸ σανίδι χάσκει, τρίζει·
Λίγο, λίγο τὸ σηκόνει…
Ἔχει ὀμπρός του καὶ θωρεῖ
Τὸ ψυχρὸ νεκρὸ κορμί.

’Στὸ διαμάντι, ποῦ κυττάζει
Εἰς τ’ ὁλόψυχρο τὸ χέρι,
Λαχταρίζει, ἀναγαλλιάζει.
Τὤχει ὀμπρός του σὰν ἀστέρι.
Τὸ γυρίζει, τὸ τραβᾷ·
Ἀγωνιέται βλαστημᾶ…

Τὸ διαμάντι ἀπεθυμάει,
Ἀλλ’ ὁ κόμπος τὸ ἐμποδίζει…
Τρίζει ἡ κλείδωσι, καὶ σκάει·
Τὸ λεπίδι τὴ χωρίζει…
Τὸ πετράδι, ποῦ ποθεῖ
Εἰς τὸ χέρι του φορεῖ!

Τὸ σανίδι κλεῖ μὲ βία·
Τὸ σφυρὶ μεμιᾶς φουχτόνει·
Μπήχνει, χώνει τὰ καρφία,
Καὶ καρφόνει, καὶ καρφόνει·
’Πάει νὰ φύγῃ, δὲν ’μπορεῖ·
Λὲς καὶ κἄποιος τὸν κρατεῖ…

Ὁ λῃστής, ὁ ἀφωρισμένος,
Δὲ ’μιλεῖ, δὲν ἀνασαίνει·
Καὶ θαρρεῖ ποῦ ὁ πεθαμμένος
Τὸ μανίκι τοῦ βασταίνει…
Ἐκαρφώθη μοναχός·
Ξεψυχᾷ, πέφτει νεκρός!

Μὲς ’ς τὸ μνῆμα τὸ ’δικό του
Ὁ νεκρὸς τὸν καταιβάζει·
Τὸ κομμένο δάκτυλό του
Εἰς τὸν Πλάστη παρουσιάζει·
Κ’ ἐμπροστὰ ’ςτὸ θεῖο Κριτὴ
Ἀπ’ τὸ ράσο τὸν κρατεῖ!

Ἀνδρέας Μαρτζώκης.