Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 171.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
171

Δὲν ἔχω τέκνον… Ὁ σύζυγός μου, ἐξαντληθεὶς ἐκ τῶν καταχρήσεων, κατεδίκασεν ἑαυτόν.... ἐσύρισεν εἰς τὸ οὖς τοῦ ἀποκαμόντος ἐκ τῆς πάλης νεανίου δι’ ὅσης εἶχε γλυκυτέρας φωνῆς.

— Παῦσε, σιώπα λοιπόν, μάγισσα! ἀνέκραξεν ὁ Πέτρος ἀναπηδῶν ἐκ τῆς θέσεώς του· δὲν βλέπεις ὅτι μόλις κρατοῦμαι;

— Διὰ νὰ ἐννοήσῃς πόσον σὲ ἀγαπῶ, ἄκουσε. Ἤμην βεβαία ὅτι τὰς νύκτας θὰ ὑπέφερες μαρτύρια κοιμώμενος πλησίον τοῦ κοιτῶνός μας, ὅστις χωρίζεται ἀπὸ τὸ δωμάτιόν σου διὰ λεπτοῦ μεσοτοίχου. Εὑροῦσα πρόφασιν τὰ νυκτερινὰ ζωΰφια, μετεκόμισα τὴν κλίνην σου ἐδῶ διὰ νὰ εἶσαι ἡσυχώτερος. Βλέπεις, ἐννοεῖς πόσον προβλεπτικὴ εἶναι ἡ ἀληθῶς ἀγαπῶσα γυνή; Πέτρε μου, μὲ ἀγαπᾷς τὸ εἰξεύρω, τὸ βλέπω, ἔλα κάθησε πλησίον μου. Ἔλα, δός μου το χέρι σου ἐδῶ.

Καὶ ὁ νέος ὡς μηχανὴ ἄψυχος τῇ ἔτεινε τὴν χεῖρα, ἣν ἡ Μαρία κατησπάσθη. Σύρουσα δὲ αὐτὸν πρὸς το ἀνάκλιντρον καὶ τοποθετοῦσα αὐτὸν πλησίον της.

— Πέτρε, Πέτρε μου, σὲ ἀγαπῶ, ἐψιθύριζε λιπόψυχος καὶ περιβάλλουσα αὐτόν. Εἶμαι ἰδική σου, ὅλη ἰδική σου…

Καὶ ἀνακλίνασα τὴν κεφαλὴν ἔκλεισε τοὺς ὀφθαλμούς. Ὁ Πέτρος ἐθεώρει αὐτὴν διὰ βλέμματος μεστοῦ οἴκτου ἅμα καὶ στοργῆς. Ὅ,τι εἶχεν ἐνώπιόν του δὲν ἦτο ἔρως, ἦτο πάθος, παραφορά, μανία.

Αἴφνης ἡ ταλαίπωρος γυνή, ὡσεὶ ἠλεκτρισθεῖσα, ἀνοίγει τὰς ἀγκάλας, καὶ περισφίγγουσα τὸν Πέτρον ἐν αὐταῖς, τὸν ἐκάλυψε δι’ ἀσπασμῶν, ἐνῷ ἡ κόμη της λυθεῖσα περιέβαλλε τὴν κεφαλὴν καὶ τοὺς ὤμους τοῦ νέου. Ὁ ἔντιμος ἀνὴρ ὑπεχώρησεν ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Πέτρος, ὡς εἶχε τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τοῦ στήθους τῆς γυναικός, κατεφίλησεν αὐτό.

Ἀλλ’ ἡ στιγμιαία αὕτη ἀδυναμία δὲν διήρκεσε πολύ. Ἀποσπασθεὶς βίᾳ τῶν ἀγκαλῶν τῆς γυναικός, ἐρρίφθη ἐκτὸς τοῦ δωματίου κλονούμενος. Δὲν ἠθέλησεν ἡ πτῶσίς του νὰ γίνῃ τελεία. Φθὰς εἰς τὴν θύραν ἔστη μικρόν, προσπαθῶν νὰ συνέλθῃ, μετὰ τοῦτο δὲ διευθύνθη πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ φίλου του.

Προσῆλθεν εἰς αὐτὸν ὅσον ἠδύνατο φαιδρότερος καὶ τῷ ἀνήγγειλεν ὅτι τὴν ἑσπέραν ἐκείνην δὲν ἔπρεπε νὰ τὸν περιμένωσι, διότι μετά τινων ὁμηλίκων θ’ ἀπήρχετο εἰς ἐκδρομήν. Ἐπεθύμει ν’ ἀποφύγῃ πᾶσαν συνάντησιν μετὰ τῆς ἀγαπωμένης γυναικός, ὅπως σκεφθῇ ἀνετώτερον περὶ τῆς καταστάσεως. Ἀποχαιρετίσας δὲ τὸν Νικόλαον, ἀνεζήτησεν ἀπόκεντρόν τι ξενοδοχεῖον, πρὸς ἀποφυγὴν πάσης τυχὸν γνωρίμου συναντήσεως.

Διῆλθεν, ὡς εὐνόητον, νύκτα ταραχώδη καὶ ἀνήσυχον, φρικιῶν πρὸ τοῦ κινδύνου, ὃν μόλις κατώρθωσε νὰ ἀποφύγῃ, καὶ τοῦτο οὐχὶ ἐντελῶς ἀμίαντος.