Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 170.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
170

— Μπᾶ, τί ὡραῖαι φωτογραφίαι εἶναι αὐταί! ἀνεφώνησεν αἴφνης ἡ Μαρία. Νὰ τὰς ἰδῶ.

— Ἔχετε ἀπὸ ὅλας σχεδόν, διότι σᾶς ἔστελλα πάντοτε.

— Ναί, ἀλλὰ τοιαύτην δὲν ἔχομεν, προσέθηκεν ἡ Μαρία, κρατοῦσα μίαν ἐξ αὐτῶν. Εἶναι ἡ μᾶλλον συμπαθητική.

— Ἴσως διότι τὴν ἔκαμα κατόπιν ἀσθενείας, εἶπεν ὁ Πέτρος.

— Ἄ, αὐτὴν θὰ τὴν κρατήσω.

— Ὄχι, σὲ παρακαλῶ, Μαρία. Ἔχω, ὡς βλέπεις, τὴν μονομανίαν νὰ κρατῶ σειρὰν φωτογραφιῶν μου διαφόρων ἡλικιῶν καὶ ἐποχῶν. Ἄν μου την πάρῃς, θὰ χαλάσῃς τὴν συλλογήν μου.

— Τὶ λόγος! Μὲ θεωρεῖς κατωτέραν μιᾶς φωτογραφίας;

— Ὤ, ὄχι, ἀλλά…

— Δὲν ἔχει ἀλλά, τὴν κρατῶ δι’ ἐμὲ μόνην αὐτὴν τὴν συμπαθῆ εἰκόνα σου. Θὰ τὴν φέρω πάντοτε ἐδῶ, εἶπεν ἡ Μαρία.

Καὶ συγχρόνως ὑπανοίξασα τὸν στηθόδεσμόν της οὐχὶ ὅμως καὶ τόσον ταχέως, ὥστε νὰ μὴ ἀποκαλυφθῶσι καὶ οἱ ἐν αὐτῷ περικλειόμενοι θησαυροί, ἔθηκεν αὐτὴν ἐντὸς τοῦ στήθους της.

— Πιστεύω ὅτι θὰ εἶναι μᾶλλον εὐχαριστημένη ἐδῶ μέσα παρὰ εἰς τὸ πέτσινον κιβώτιόν σου, προσέθηκεν.

— Ἄ, Μαρία! νὰ εἴξευρες! ἀνεφώνησεν ὁ Πέτρος ἐγειρόμενος, σφίγγων τοὺς κροτάφους του, καὶ ἀπομακρυνόμενος αὐτῆς.

— Τὸ εἰξεύρω, τὸ εἰξεύρω, ὑπέλαβεν αὕτη δραττομένη αὐτὸν ἐκ τοῦ φορέματος, καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὸν σύρῃ πρὸς ἑαυτήν. Εἰξεύρω, ἐνόησα ὅτι ἀπὸ τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς ἐλεύσεώς σου μὲ ἀγαπᾷς καὶ ὅτι μόνον τὸ φοβερὸν καθῆκον σὲ ἠνάγκαζε νὰ φέρεσαι πρὸς ἐμὲ ἀπαθῶς καὶ ψυχρῶς. Δὲν εἶνε ἀλήθεια; Τοῦτο παρέσυρεν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον καὶ ἐμὲ καὶ σὲ ἠγάπησα θερμῶς, παραφόρως.

— Ὁρκίζομαι εἰς τὸν Θεόν, εἰς τὴν τιμήν μου, τὴν ὁποίαν κινδυνεύω νὰ χάσω, ὅτι δὲν ἔχεις δίκαιον, ὅτι σὲ ἐθεώρουν ἀδιαφόρως, καὶ ὡς γυναῖκα μὲ τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἐφανταζόμην ὅτι θὰ φθάσω εἰς τὸ σημεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον ἤδη εὑρίσκομαι.

— Λοιπὸν τώρα με ἀγαπᾷς; αἴ; εἶναι ἀλήθεια, ὅτι μὲ ἀγαπᾷς; ἀνέκραξεν ἡ γυνή, σύρουσα τὸν νέον μᾶλλον πλησίον της.

— Ποῖος σοί το εἶπε;

— Πέτρε μου, ἀκόμη αὐτὸ τὸ ἀποτρόπαιον καθῆκον; ἀκόμη ἡ ἀνόητος αὐτὴ τιμή; ἐψέλλιζεν ἡ δύστηνος γυνὴ τρέμουσα σύσσωμος καὶ παρασύρουσα τὸν νέον πρὸς ἀνάκλιντρον, ἐφ’ οὗ κατέπεσον ἀμφότεροι ἄτονοι καὶ παραλελυμένοι. Εἶμαι ἰδική σου, ὅλη ἰδική σου, ἐξηκολούθησε παραληροῦσα καὶ θέτουσα τὰ χείλη εἰς τὸ οὖς τοῦ Πέτρου, χώσαντος τὴν κεφαλήν του μεταξὺ δύο προσκεφαλαίων. Κάμε με ὅ,τι θέλεις;… ἐννοεῖς;… ὅ,τι θέλεις…