Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 169.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
169

λίαι, αἵτινες ταχέως ἤλπιζε νὰ ἀρθῶσι, μετὰ ταῦτα δὲ θὰ ἔζων ἥσυχοι πλέον ἐντελῶς, πάντοτε δὲ ὁμοῦ, διότι κατ’ οὐδένα λόγον ἐνόει νὰ κατοικήσῃ ὁ Πέτρος ἀλλαχοῦ. Ὁ νέος ἐξέφρασε τὰς εὐχαριστίας αὐτοῦ, ἐνῷ ἀκτῖνας χαρᾶς ἐξέπεμπον οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Μαρίας. Μετὰ τ’ ἀνωτέρω καὶ κατόπιν μικρᾶς ἀναπαύσεως, ὁ Νικόλαός Κ. ἀπῆλθεν εἰς τὸ γραφεῖόν του, ἐνῷ ὁ Πέτρος ἀπεσύρετο εἰς τὸ νέον αὐτοῦ δωμάτιον, ὅπως ἡσυχάσῃ. Κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ἀγρυπνίας τῆς προηγουμένης νυκτός, ἐρρίφθη ἐπὶ τῆς κλίνης, ἀλλὰ μάτην. Ἡ ταραχὴ καὶ ἡ ἀγωνία του ἐξηκολούθουν αἱ αὐταί.

Ἡ φρόνησις καὶ τὸ καθῆκον καὶ πάλιν ὑπηγόρευσαν αὐτῷ νὰ καταλίπῃ τὴν οἰκίαν ἐκείνην, ἐν ᾗ, καίτοι ἀκουσίως, ἐκινδύνευε νὰ ἐμβάλῃ ἢ μᾶλλον ἐνέβαλε τὸν ἀπελπισμὸν καὶ τὴν θλῖψιν· ἀλλ’ ὁ πειρασμὸς ἦτο μέγας. Ἐνόμιζεν ὅτι δὲν ὤφειλε νὰ θυσιάσῃ τὸ μέλλον του, τὴν προαγωγήν του ἕνεκεν ἀνοήτων φόβων, διότι ἐφαντάζετο ὅτι εἶχεν ἰσχυρὸν χαρακτῆρα, ὅτι θὰ ἠδύνατο νὰ κατανικήσῃ τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ του ἀρξάμενον νὰ βλαστάνῃ αἴσθημα, ὅτι δὲν θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ πράξῃ τι ἀντικείμενον πρὸς τὴν τιμὴν καὶ τὴν φιλοξενίαν. Διὰ τῆς λογικῆς καὶ τῶν συμβουλῶν τὸ πρῶτον, ἐν ἀποτυχίᾳ δὲ διὰ τῆς δῆθεν συμμετοχῆς τοῦ αἰσθήματος ἐπείθετό ὅτι θὰ ἠδύνατο νὰ καταπραΰνῃ τὴν φλόγα, ἥτις κατέκαιε τὴν Μαρίαν. Οὐδόλως ἐσυλλογίζετο ὅτι ἡ λογικὴ ἤρξατο ἐγκαταλείπουσα αὐτόν, καὶ ὅτι ὁ ἴδιος εἶχεν ἀνάγκην συμβουλῶν. Οὕτω διστάζων καὶ ἀμφιβάλλων, κατέλιπε τὴν κλίνην, νομίζων δὲ ὅτι, ἐὰν ἐπεδίδετο εἰς οἱονεὶ παρασκευὰς πρὸς ἀναχώρησιν, καθησύχαζε τὴν ἐξανισταμένην συνείδησίν του, ἔσυρε πρὸς ἑαυτὸν τὸ μικρὸν ἐκ βύρσης ὁδοιπορικὸν κιβώτιόν του, καὶ ἀνοίξας αὐτὸ ἐτοποθέτει καταλλήλως τὰ ἐν αὐτῷ πράγματά του. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο βραδέως. Πρὸς διευθέτησιν τοιούτου μικροῦ κιβωτιδίου βεβαίως δὲν ἀπῃτεῖτο πολλὴ ὥρα, ἀλλ’ ὁ Πέτρος ἐκινδύνευε νὰ καταστήσῃ αὐτὸ ἰστὸν Πηνελόπειον. Πάντοτε ἡ παλη τοῦ νοῦ πρὸς τὴν καρδίαν παρέχει τοιαύτας ἠθικὰς παλιρροίας. Εὑρὼν τέλος ἐντὸς αὐτοῦ συλλογὴν φωτογραφιῶν διαφόρων ἐποχῶν, ἤρξατο ἐπιθεωρῶν αὐτάς, ὅτε, ἀνοιγείσης ἠρέμα τῆς θύρας, εἰσῆλθεν ἡ Μαρία.

— Τί κάμνεις τόσην ὥραν ἐδῶ; τὸν ἠρώτησε μειδιῶσα.

— Καταγίνομαι εἰς τὸ νὰ τακτοποιῶ τὰ πράγματά μου, ὑπέλαβεν ὁ νέος.

— Διατί; ἠρώτησεν ἐκ νέου ἡ γυνή, ὠχριῶσα ἐλαφρῶς, διότι ἐνόησεν ὁποία πρόθεσις ὑπεκρύπτετο ἐν τῇ ἀπαντήσει τοῦ Πέτρου.

— Νά, ἔτσι, ἀπεκρίθη οὗτος, καὶ ἐγὼ δὲν εἰξεύρω πῶς μοὶ ἐπῆλθεν αὐτὴ ἡ ἰδέα.