Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 168.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
168

ἀπόλυτον καθῆκον ἀπῄτει νὰ καταλίπῃ πάραυτα τὴν οἰκίαν ἐκείνην, νὰ καταλίπῃ τὴν Μασσαλίαν. Καθ’ ἣν ὅμως στιγμὴν διελογίζετο ν’ ἀποφασίσῃ τοῦτο ὁριστικῶς, ἐν τῷ ἀμυδρῷ σκιόφωτι τῆς νυκτερινῆς λυχνίας διέκρινε χάριεν ἴνδαλμα κομψῆς γυναικός, προσμειδιώσης αὐτῷ γοητευτικῶς, περιβεβλημένης εὐρὺν κοιτωνίτην ἐκ μουσσελίνης, ὑπὸ τὰς καλλιτεχνικὰς καὶ πλήρεις ἁρμονίας πτυχὰς τοῦ ὁποίου ἐμαντεύοντο σάρκες λευκαὶ καὶ τορευταί. Καὶ ἐν τῇ ἡμιεγρηγόρσει, ἐν ᾗ διετέλει, ὅτε ὁ νοῦς δὲν λειτουργεῖ διαυγής, ἐγέλα μὲ τὴν ἰδέαν τῆς ἀναχωρήσεως, ψιθυρίζων: — Τί κακὸν τάχα θὰ συμβῇ, ἐὰν μείνω; Γνωρίζω τὸν χαρακτῆρά μου… Δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ διαπράξω ἄτοπόν τι.

Μὲ τὴν ἀνεμοζάλην ταύτην ἐν τῷ κρανίῳ εὗρεν αὐτὸν ἡ πρωΐα. Ἠγέρθη μὲ ἐρυθροὺς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ σχεδὸν κλονούμενος. Ἔβρεξε τὸ πρόσωπον καὶ τὴν κεφαλὴν διὰ ψυχροῦ ὕδατος καὶ ἐνεδύθη, ἀλλ’ ἐπὶ πολλὴν ὥραν δὲν ἐτόλμα νὰ ἐξέλθῃ τοῦ δωματίου. Ἐπὶ τέλους ὅμως εἶδεν ὅτι δὲν ἠδύνατο νὰ πράξῃ ἄλλως. Εὐτυχῶς ὁ Νικόλαος εἶχεν ἀναχωρήσῃ, τοῦτο δὲ ἀπέδωκεν αὐτῷ ὀλίγον θάρρος. Εἶδε τὴν Μαρίαν ἀπαθῆ καὶ περιποιουμένην αὐτὸν μετὰ τῆς συνήθους εὐπρεπείας. Ἐπρογευμάτισαν σχεδὸν σιωπηλοί, ἐνίοτε μόνον ἀτενίζοντες ἀλλήλους. Ἀντήλλαξαν μόνον κοινάς τινας καὶ τετριμμένας φράσεις, ἀμφότεροι δὲ ἀπέφυγον ν’ ἀναφέρωσι περὶ τοῦ ἑσπερινοῦ ἐναγκαλίσματος, ὅπερ ἦτο ἀπόρροια τοῦ θάρρους, ὅπερ παρέχει συνηθέστατα τὸ σκότος.

Ὅτε ὁ Πέτρος ἐπανῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν περὶ τὴν μεσημβρίαν, δὲν εἶδε τὴν Μαρίαν, εὗρε δὲ τὴν ὑπηρέτριαν.

— Κύριε, τῷ εἶπεν αὕτη, ἡ κυρία μὲ διέταξε νὰ μεταφέρω τὸ κρεββάτι σας εἰς ἄλλο δωμάτιον.

— Διατί; ἠρώτησε περίεργος ὁ Πέτρος.

— Διότι τῆς εἴπατε, λέγει, ὅτι αὐτὸ ποῦ ἐκοιμᾶσθε ἔχει κοριούς, οἱ ὁποῖοι σᾶς ἐνοχλοῦν, ὑπέλαβεν ἡ ὑπηρέτρια.

— Ἄ, ναί· ἀλλὰ, δὲν ἔπρεπε ν’ ἀνησυχήσῃ διὰ τόσον μικρὸν πρᾶγμα, εἶπεν ὁ Πέτρος, μὴ ἐννοῶν τίποτε ἐκ τῆς μεταβολῆς ταύτης, ἀλλ’ ὑποθέτων ὅτι κἄτι ὑπεκρύπτετο ἐν αὐτῇ. Εὐχαριστῶ διὰ τὴν φροντίδα.

Ἀληθῶς δὲ μόλις ἀντηλλάγησαν αἱ ἀνωτέρω λέξεις, ἡ κυρία ἐπεφάνη ἐξερχομένη τοῦ δωματίου της. Ὁ Πέτρος ἡτοιμάζετο νὰ τὴν ἐρωτήσῃ τί ἐσήμαινεν ἡ μετακόμισις αὕτη, ὅτε ἠκούσθησαν τὰ βήματα τοῦ συζύγου ἐρχομένου διὰ τὸ γεῦμα.

Διαρκοῦντος αὐτοῦ, ὁ Νικόλαος Κ. ἦτο εὐθυμότατος, διότι, καθ’ ἃ ἔλεγεν, εὑρίσκοντο εἰς τὰς παραμονὰς τῆς τοποθετήσεως τοῦ Πέτρου ἐν ἐπικερδεστάτῃ θέσει. Ὀλίγαι μόνον ὑπελείποντο δυσκο-