Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 153.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
153

κ. Χ.... — Δὲν εἶνε δυνατόν, κυρία μου, διότι πρὸ ἓξ ἡμερῶν ἐπανῆλθον ἐκ Παρισίων.

Ευανθια ἔκπληκτος. — Ἐκ Παρισίων;

κ. Ψηταρασ μειδιῶν. — Ὄχι δά!

Ευανθια ἰδίᾳ. — Μὰ τότε ποῦ τὸν εἶδα;.... Ἐγὼ εἶνε δέκα ἡμέραις ποῦ δὲν ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ σπίτι.

κ. Ψηταρασ, ὅστις διῆλθε πλησίον τῆς Εὐανθίας. — Τέλος πάντων κάμε τρόπον νὰ μάθης πῶς τὸν λένε, ἀφοῦ μάλιστα ἦλθε καὶ ἀπὸ τὸ Παρίσι.

Ευανθια ἐγειρομένη. — Παίρνετε ἕνα τσάϊ, κύριε.... κύριε.... Ἄχ, λησμονῶ πάντοτε τὸ ὄνομα σας....

κ. Χ.... ὑποκλίνων. — Νικόλαος Χαρτζιβάνης, κυρία μου.

Ευανθια περιχαρής. — Χαρτζιβάνης, μάλιστα.... τώρα τὸ ἐνθυμοῦμαι. [Ἰδίᾳ] Πρώτην φορὰν ποῦ τὸ ἀκούω. Καὶ τί ὄνομα!… Χαρτζιβάνης!....

κ. Χ.... ἰδίᾳ· — Θὰ ἔμαθεν ἴσως....

Ευανθια διευθυνομένη ταχέως πρὸς τὴν τράπεζαν ὅπου εὑρίσκονται τὰ τοῦ τεΐου. — Θὰ πάρετε ἕνα τσάϊ.

κ. Χ.... δυσανασχετῶν ἐλαφρῶς. — Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς δίδω κόπον.

Ευανθια προσφέρουσα κύαθον τεΐου. — Καλὲ τί λέγετε;

κ. Ψηταρασ, ὅστις προσπαθεῖ νὰ πλησιάσῃ πρὸς τὴν τράπεζαν, ἀλλὰ δὲν τὸ κατορθοῖ, διότι πρὸ αὐτῆς ἀπαστράπτουσι βλοσυρὰ τὰ ὄμματα τῆς Εὐανθίας. — Χαρτζιβάνης!.... αἴ, βέβαια!.... ἐγνώρισα τὸν πατέρα σας.

κ. Χ.... ἔκπληκτος. — Πῶς; εἷσθε εἰς τὴν Βράϊλαν;

κ. Ψηταρασ. — Ἐγώ; ποτέ.

κ. Χ.... — Ἀλλὰ ποῦ τὸν ἐγνωρίσατε;

κ. Ψηταρασ. — Ἐδῷ.

κ. Χ.... — Περίεργον!… ὁ πατήρ μου δὲν ἦλθεν ἐδῷ ποτέ.

κ. Ψητάρασ ἔκπληκτος. — Δὲν ἢλθεν;

κ. Χ.... — Ὄχι.

κ. Ψηταρασ μετὰ μικρὰν σκέψιν. — Τότε θὰ ἐγνώρισα τὸν ἀδελφὸν τοῦ πατρός σας.

κ. Χ.... μειδιῶν. — Δὲν εἶχε ποτέ.

κ. Ψηταρασ, οὗτινος ἡ ἔκπληξις ἐπιτείνεται. — Ἀδελφόν;

κ. Χ.... — Ἦτο πάντοτε μονογενής.

κ. Ψηταρασ οὗτινος ἡ ἔκπληξις καθίσταται εἰς ἄκρον καταφανής. — Ἂν ἐγνώρισα κανέναν ἄλλον....

κ. Χ.... — Πιθανόν, καὶ ἄλλης οἰκογενείας βεβαίως, διότι ἐγὼ δὲν ἔχω κανένα συγγενῆ.

Ευανθια προσφέρουσα αὐτῷ τρωγάλια. — Δὲν βουτᾶτε τίποτε εἰς τὸ τσάϊ σας;